United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός, που από Διός παιδιά κατάγεται, φανέρωσε μεγάλη αχαριστία, γιατί και στην κυρά παιδί δεν έδωκε• να ιδή κι' αυτή την ιδίαν ευτυχία• κι' αισθάνθη ξένον έρωτα και πόθο, ένα παιδί να μας γεννήση νόθο! Εις την εορτήν ταύτην απηγορεύετο εις τα νόθα τέκνα και εις τους ξένους να λαμβάνουν μέρος. Σκηνογραφία η αυτή.

Σελλώσετέ μου τ' άλογα ευθύς! — Αχαριστία, ω στρίγλα μαρμαρόκαρδη, εις την καρδιάν μιας κόρης φρικωδεστέρα φαίνεσαι κι' από πελάγους δράκον! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Τι έχεις; Σε παρακαλώ, αυθέντα, μη θυμώνης ΛΗΡ Κατηραμένη, ψεύδεσαι!

Γελώ, κι ωςτόσο είμαι καταλυπημένος. Κακό, πολύ κακό πράμα η αχαριστία, και φοβούμαι μήπως αλήθεια είναι αχάριστος ο Ρωμιός. Βέβαια είναι ο κ. Σωτηριάδης. Εδώ έχουμε ζητήματα σπουδαία, και σαν πολύ άτοπο μου φαίνεται νάρχεται κανείς να χτυπάη, από λόγους προσωπικούς, έναν άθρωπο και μάλιστα τρεις αθρώπους στον πατριωτισμό τους. Δηλαδή δεν είναι καθαφτό χτύπημα.

Και τι, θεέ μου, ελπίζει από αυτόν, όστις δεν έχει τίποτε περισσότερον από το φιλοσοφικόν ένδυμα το οποίον φορεί; Τελειώνω εδώ, άνδρες δικασταί, και σας παρακαλώ εάν ο αντίδικος θελήση να απολογηθή κατά τον ιδικόν μου τρόπον, να μη του το επιτρέψετεδιότι θα είνε αχαριστία να μεταχειρισθή εναντίον μου την ιδικήν μου μάχαιραναλλά κατά τον τρόπον του φίλου του Διαλόγου ν' απολογηθή, εάν δύναται.

Παρεσκευάζετο μίαν φοράν να ταξειδεύση εν καιρώ χειμώνος και είς εκ των φίλων του, Δεν φοβείσαι, του είπε, μήπως ναυαγήση το πλοίον και σε φαν τα ψάρια; Και δεν θα ήτο αχαριστία, απήντησε, να μη θέλω να με φάγουν τα ψάρια, αφού εγώ τόσα ψάρια έχω φάγη; Ένα ρήτορα, ο οποίος πολύ κακώς ωμίλησε, συνεβούλευσε να μελετά και να γυμνάζεται• ο δε ρήτωρ είπε• Πάντοτε απαγγέλλω μόνος μου.

Η ψυχή του απέκρουε λοιπόν την ιδέαν της απαλλοτριώσεως της χρυσής του καδένας. Τω εφαίνετο σκληρά αχαριστία προς το θαυματουργόν εκείνο καλλιτέχνημα, αντανακλώσα εις την Χάριν αυτήν του Θεού όπου το είχεν αγιάσει τόσον. Ενύκτωσεν. Εκάθισε να φάγη δήθεν. Η Θωμαή παρεκάθητο λυπημένη, άφωνος, με την μανδήλαν της καταιβασμένην. Η γραία έμεινε κάτω εις το μαγαζείον, ανοικτόν ακόμη.

Τώρα μου φαινόταν περισσότερο τερατώδης η αδιαφορία πούχα δείξει γιαυτήν τον τελευταίο καιρό, ενώ αυτή 'τον όλη αγάπη για μένα. Έπρεπε να υποφέρω και ν' αποθάνω ακόμη για την αναισθησία και την αχαριστία μου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΜΓ'. Τα καθ' οδόν Αγροικία των Σαμαρειτών. — Το πάθημα των Υιών της Βροντής. — Επιτίμησις του Ιησού. — Πέραν του Ιορδάνου. — Οι Δέκα Λεπροί. — Η αχαριστία. — «Οι δε εννέα πούΟι Ευαγγελισταί δεν μας λέγουν την ακριβή οδόν την οποίαν έλαβεν ο Ιησούς ως απήλθε της Γενησαρέτ.

Λυπούμαι διά την βαναυσότητά σου, και αν η ανθρωπίνη αχαριστία ηδύνατο ακόμη να με εκπλήξη, θα εξεπληττόμην από την ιδικήν σου. — Πού είναι η Λίγεια; — Εις την λυκοφωληάν, δηλαδή εις του Νέρωνος. Ησύχασε και κάθησε. Εζήτησα από τον Καίσαρα δύο υποσχέσεις. Πρώτον ν' αποσύρη την Λίγειαν από την οικίαν του Αούλου και έπειτα να σου την παραδώση.

Τούτο ακριβώς συμβαίνει καθ' ην στιγμήν εισάγομεν τον αναγνώστην εις την σοβαράν αυτών συνδιάσκεψιν. — Να σου ειπώ, αδελφέ, λέγει ο υπάλληλος προς τον βιομήχανον· εγώ χρεωστώ την θέσιν μου εις τον Εδρίς. Μ' έσωσεν από την δυστυχίαν, μου έδωκε ψωμί, μ' έκαμε και κουμπάρον. — Εννοείς, ότι θα ήτο μαύρη αχαριστία να μη του δώσω ψήφον!