United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα μάτια τους γιάλισαν φουσκωμένα στου πόθου τη λύσα· τα μαλλιά τους έφριξαν σαν της γάτας που ξάφνου βλέπει σκύλο νάρχεται καταπάνω της, και σ' όλων τα κατάχλωμα πρόσωπα ξωγραφήθηκε ο πόθος ο μανιακός της πιο ακόλαστης κι άγριας αγάπης. Λες και τους άναβε μέσα τους λάγνη μέθη.

Αν και κάθε δειλινό έβγαινε στ' αγνάντια η κάκω η Μήτραινα, για να ιδή το παιδί της νάρχεται, όμως ούτε φαγί ετοίμαζε, ούτε την πρόκοβα έστρωνε, ούτε τη σκύλλα έδενε στην κρικέλλα, για να μην αληχτάη τους χωριανούς. Μόνο την παραμονή του Άη-Γιαννιού έκανε αυτή τη δουλειά.

Οι βιολιτζήδες, βλέποντας τον κόσμο νάρχεται ακατάπαφτα, έκαμαν να παίξουν. Να δόσουν και το σύνθημα στο Σαντουριέρη απόξω. Ήταν πια καιρός να πα να κατεβάση, την Κυρά, — που τόσοι εκεί ακαρτερούσαν ανυπόμονα, να τήνε καμαρώσουν, — μάτια μου! Έπαιξαν ένα κομάτι. Ύστερ' άλλο ένα. Γοργοί, πεταχτοί, ολόχαροι ξαπλώθηκαν οι πρώτοι ήχοι.

Είχε πάντα την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, ελπίδα ζουρλή και παράλογη, και της φαίνονταν, ότι το παιδί της είταν γερό και καλά, ότι κέρδαινε χρήματα, με το σωρό, ότι απόχτησε χτήματα, κι' ότι βρίσκεται στο δρόμο νάρχεται.

Όταν περνούσα κοντά από το Πρυτανείον, είδα νάρχεται από πέρα και να χαμογελά η Λεσβία, κι' όταν εζύγωσε μούπε• Δεν τα ξέρεις; Ο αγαπητικός σας ο Πάμφιλος παντρεύεται τη θυγατέρα του Φείδωνα• κι' αν θες να βεβαιωθής πήγαινε και κύτταξε στο στενό και θα δης στέφανα στις πόρτες και θ' ακούσης αυλητρίδες και θόρυβο και τραγουδιστάδες που λεν το τραγούδι του γάμου.

Αγάλι' αγάλια κι η καταχνιά πήρε δρόμο, ο ουρανός ξάνοιξε, φάνηκε το γαλάζιο χρώμα του. Εκειός ο αέρας μ' έσωσε. Σηκώθηκα ορθός, λίγο ν' αναποδογυρίσω το μονόξυλο.. Να! και φάνηκε η στεριά, οι καλαμιές, τα δέντρα. Είμαστε ανάμεσα πελάου. Του λόγου της πάντα αναίστητη. Στην αρχή την πήρα πως τα τίναξε. Άρχισα να την τρίβω. Τη βάρεσε ο αέρας κι αυτή, άρχισε νάρχεται στα σέστα της.

Γελώ, κι ωςτόσο είμαι καταλυπημένος. Κακό, πολύ κακό πράμα η αχαριστία, και φοβούμαι μήπως αλήθεια είναι αχάριστος ο Ρωμιός. Βέβαια είναι ο κ. Σωτηριάδης. Εδώ έχουμε ζητήματα σπουδαία, και σαν πολύ άτοπο μου φαίνεται νάρχεται κανείς να χτυπάη, από λόγους προσωπικούς, έναν άθρωπο και μάλιστα τρεις αθρώπους στον πατριωτισμό τους. Δηλαδή δεν είναι καθαφτό χτύπημα.

Το βλέπω πάλε το γράψιμό του, που φτάνει να το διώ κι ανατριχιάζω. Μου γράφει εμένα. Πως αγαπά τάχα! — την Ελένη. Πως είναι σα χαμένος, και γιατί δε θέλουμε νάρχεται πια σπίτι; Πως τρελλαίνεται και δεν τολμά να μιλήση, μα πως τώρα έκαμε πια απόφαση, τα ξέτασε, τα ζύγιασε, τάβαλε όλα σε τάξη.

Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ' αγέρι Νάρχεται από την λαγκαδιά, σαν μάνα σαν αδέρφι Να μου χαϊδεύη τα μαλλιά και τ' ανοιχτά μου στήθη.

Ακολουθάει και δωδέκατο τάγμα, που ίσως έπρεπε νάρχεται πρώτο. Ίσως για ν' αληθέψη το ρητό, «οι πρώτοι έσχατοι και οι έσχατοι πρώτοι». Φίλε μου και Κληρονόμε, την είδαμε την «Ελλάδα» σ' όλη της τη δόξα την τωρινή.