United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χορεύουν και χορεύουν ως που ξαπλώνονται στον άμμο αναίσθητα κορμιά. Πάγανα τόρα οι μαύροι δαίμονες! Τότε αφίνει τον κρυψώνα του το βασιλόπουλο· κυτάζει άφοβα τους αράπηδες, χαμογελά και οικτείρει την κατάστασί τους. Δεν χάνει καιρό, δένει τους καλά, με βαρυές αλυσίδες τους φορτώνει, σαβούρα ρίχνει στη μπρατσέρα· φθάνει γοργά στο Λιβόρνο.

Γι' αυτό δεν θέλω νάχης την παραμικρή αμφιβολία. Τα καθήκοντά μου και η στοργή μου για τη Δώρα μου επιβάλλουν θυσίες, από τις οποίες η στέρησί σου δεν είναι η μικρότερη. Εσύ είσαι νέα και ωραία κ' η ζωή σου χαμογελά ακόμα. Θαυμάσια ε; Τα καθήκοντά του προς τη Δώρα πως σου φαίνονται; Και η ευτυχία που μου εύχεται .... Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΠού ξέρεις αν δεν είναι ειλικρινής; Σου γράφει με τόση συμπάθεια!

Ένας λόγος λέει πως αργεί ο φρόνιμος να σφάλη, μα σα σφάλη καλά σφαίνει. Ο Μανώλης θα είχε την υπομονήν να ακούη επί ώρας την φλυαρίαν της Αλογόμυγιας, μόνον διά να βλέπη ούτω την Πηγήν απέναντι να του χαμογελά εις την υποσκίασιν του εκτυλισσομένου υφάσματος. Αλλ' ο Καρπάθιος τον ανεκάλεσεν εις το ανιαρόν καθήκον. Εις παρομοίας στιγμάς εσκέπτετο ότι οι αίτιοι της δυστυχίας του ήσαν οι κτίσται.

Τώρα όμως έβλεπε τις θείες του να τον σερβίρουν όλο φροντίδα, τον υπηρέτη να του χαμογελά σαν να ήταν μωρό, τα κορίτσια να τον κοιτάζουν με τρυφεράδα και λαιμαργία, άκουγε τη μονότονη μουσική του ακορντεόν, διέκρινε τις σκιές που χόρευαν μες στη λάμψη της φωτιάς και σκεφτόταν ότι η ζωή του θα έπρεπε να περνά έτσι πάντα, φανταστική και χαρούμενη. «Χρειάζεται προσαρμογή», είπε ο Έφις προσφέροντάς του να πιεί. «Κοίτα το νερό.

Απλώνεται στα κάτασπρα σεντόνια κι' απάνω από τα κλειστά ματόκλαδα, κι' απάνω από τα χαμόγελα του ύπνου, κι' απάνω απ' την ψυχή του στήθους της, κι' απάνω από τανατριχιάσματα των ονείρων της τίποτε δεν ζη, τίποτε δεν ανασαίνει.

Άξαφνα δε μπορεί πλιο, δε δύνεται, και κάθεται στο μαρμαρένιο σκαλοπάτι ενού παλατιού. Εκάθησε ν' ανασάνη· να ρουφήξη ακόμα λίγο ήλιο, λίγο αέρα, λίγη ζωή, μια στάλ' ακόμα, που της χρειάζεται σήμερα . . . Και χαμογελά, δεν παύει να χαμογελά, σαν να χαιρετά, σαν να στέλνη φιλήματα σ' όλα τριγύρω της.

Ωστόσο τη ρωτούσα και πολλές φορές μπορούσε να μου χαμογελά με μια τέτοιαν έκφραση, σα να έτρεχε η ψυχή της μακριά, με μιαν έκφραση, που μου βασανίζει ακόμα την ανάμνηση, γιατί ίσια ίσια αυτή η έκφραση είταν εκείνο, που προσπάθησα να νικήσω τόσα χρόνια κι ωστόσο κυριάρχησε και με νίκησε. — Δεν πρέπει να με ρωτάς, μου είπε μια φορά. Δεν το γνωρίζω και γω τι είναι.

Το πρόσωπό της το χρωμάτιζε απαλή κοκκινάδα και τα μάτια της φεγγοβολούσανε με τη λάμψη εκείνη που δίνει η ευτυχία. Η φωνή της είχε τόνους αόριστης τρυφερότητας, που με χαδεύανε μ' όλη τη δύναμη της χίμαιρας, που πλημμυρούσε και τους δυο μας, και μεταξύ μας πετούσανε λόγια και χαμόγελα, βλέμματα και κινήματα, όπως γίνεται μόνο στον πρώτον καιρό της αγάπης.

Γιατί δεν την άφησα; Γιατί προσπάθησα να τη βιάσω να κάμη κατιτί ενάντιο από τη θέλησή της και πέρα από τη δύναμή της; Δεν είχα νοιώσει πως δυο χρόνια ολάκερα τέντωνε φοβερά τη δύναμή της για να πηγαίνη περαδώθε μέσα στο σπίτι μου, να χαμογελά μαζί με μας, που θέλαμε να χαμογελούμε, και να παίζη μαζί με μας που θέλαμε να παίζουμε;

Και εκεί όπου με έβλεπε με προσοχήν, ήρχισε να χαμογελά, και είδα εις το πρόσωπόν του μίαν έκφρασιν, την οποίαν εις άλλο πρόσωπον δεν είχα ιδεί ποτέ μου. — Καλέ, τι είναι τούτο; είπε· είναι δραχμή του τόπου μου αυτή, καλή και γνησία!. Και την ετρύπησαν την πτωχήν και την καταφρονούν! Τι σύμπτωσις! θα την κρατήσω, να επιστρέψωμεν μαζή εις την πατρίδα.