United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε σου την πήρα βέβαια, της απάντησα. Είναι αλήθεια. Έπρεπε όμως να είχα νοιώσει πως εκείνο που πίστευες σου είτανε πολύτιμο. Τόσο πολύτιμο, που δεν έπρεπε να σε κάμω ποτέ να νομίσης πως είτανε δυνατό να θέλω να σε φέρω σ' άλλους στοχασμούς. Όλο το πρόσωπό της έλαμψε σα να φωτίστηκε από φέγγος εσωτερικό και μ' αδύνατη, κουρασμένη χαρούμενη φωνή μ' αγκάλιασε και με καλονύχτισε.

Εκείνη ναι, λίγα λεπτά πριν, αλλά η Έστερ; Η Έστερ δεν μπορούσε να είχε νοιώσει την ίδια τρέλα μ’ εκείνη, η Έστερ δεν μπορούσε να καταστρέψει την οικογένεια από αγάπη για εκείνον τον τυχοδιώκτη. Η αλήθεια πέρασε τότε σαν αστραπή από το μυαλό της, την έκανε να πεταχτεί επάνω, να τρέξει εδώ κι εκεί σκοντάφτοντας, τρεκλίζοντας, σαν να την είχε χτυπήσει ένας σωματικός πόνος.

Όταν θυμάται αργότερα κανείς κάτι τέτοια, μπορεί να τα βάζη με τον εαυτό του και να θαρρή σαν έγκλημα κάποιες παρόμοιες παραμέλησες, θυμούμαι ακόμα πως είχα νοιώσει τότε τη διάθεση της· κι από κείνο, που ακολούθησε ύστερα, γνωρίζω τι δρόμο πήρανε τα όνειρά της.

Του Ρωμιού δεν του λείπει η αξιοσύνη να κυβερνιέται πολιτικά ο ίδιος, μα πρέπει μονάχα πρώτα να νοιώσει, με τι τρόπο έζησαν και ζουν οι Έλληνες στον κόσμο, ποιος κοινοτικός οργανισμός τους βαστά.

Τα παιδιά πρέπει να χαίρωνται, να γελούν, όσο είναι παιδιά ακόμη. Δεν πρέπει να μαυρίζη την ωραία τους ψυχή της συμφοράς ο πόνος. Δεν πρέπει ούτε του πατέρα, ούτε της μάννας η ντροπή εκείνα να πληγώνη. Κ ώ σ τ α ς. Το είχα καταλάβη, πως έμαθες εκείνη την καταστροφή και είχα νοιώσει πως δεν είχα πειά την άδεια να λέγωμαι πατέρας.

Ύστερα ο κλονισμός που είχε νοιώσει στη θέα της λουρίδας της γυναικείας κνήμης άρχισε να πλημμυρίζει την ύπαρξή του, και να τον σέρνει σε μια ακατανίκητη ανάγκη να μιλήσει και να νοιώσει κοντά του, δική του τη γυναίκα. Έτρεξε στο ντουλαπάκι του, πήρε τ' απαιτούμενα και κάθισε σ' ένα πάγκο μπροστά στο τραπέζι του συσσιτίου, για να γράψει.

Γιατί δεν την άφησα; Γιατί προσπάθησα να τη βιάσω να κάμη κατιτί ενάντιο από τη θέλησή της και πέρα από τη δύναμή της; Δεν είχα νοιώσει πως δυο χρόνια ολάκερα τέντωνε φοβερά τη δύναμή της για να πηγαίνη περαδώθε μέσα στο σπίτι μου, να χαμογελά μαζί με μας, που θέλαμε να χαμογελούμε, και να παίζη μαζί με μας που θέλαμε να παίζουμε;

Αχάριστος όμως, όπως είναι ένας άνθρωπος μόλις ξέφυγε έναν κίντυνο που δεν τον είχε νοιώσει, απολάβαινα την αλλαγή, χωρίς να τη συλλογίζουμαι. — Μήπως κλαις όταν δε σε βλέπουνε; ρώτησα. Κ' αιστάνθηκα να ξυπνά μέσα μου ένας ίσκιος της παλιάς μου δυσπιστίας. Μα η Έλσα δεν το παρατήρησε. Έστεκε μπροστά μου ολόφωτη από τόση νιότη, σα να μην είχε σκοτεινιάσει ποτέ σύννεφο το μέτωπό της.