United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί δεν την άφησα; Γιατί προσπάθησα να τη βιάσω να κάμη κατιτί ενάντιο από τη θέλησή της και πέρα από τη δύναμή της; Δεν είχα νοιώσει πως δυο χρόνια ολάκερα τέντωνε φοβερά τη δύναμή της για να πηγαίνη περαδώθε μέσα στο σπίτι μου, να χαμογελά μαζί με μας, που θέλαμε να χαμογελούμε, και να παίζη μαζί με μας που θέλαμε να παίζουμε;

Μα κι ο μηχανικός κ' οι σκαφτιάδες ήταν ξένοι κι απόξενοι. Του Αριστόδημου το πρόσωπο αγρίεψε. — Είνε ατιμίες αυτές! να που στο λέω· είνε ατιμίες!.. Θα τρέξω· θα το φωνάξω ολούθε... Είνε ατιμίες τα όσα μου κάνεις· με κλέβεις!... φώναζε κουνώντας περαδώθε τα χέρια και τρέμοντας ολόκορμος. Ένας εργάτης σήκωσε τα μάτια και τον κύτταξε προσεχτικά.

Εχάθηκεν η Ρούμελη, έσβυσεν η θάλασσα, πάνε τα καράβια που εγύρευαν τη γραμμή τους· έσβυσε και το Αράπικο που έτρεχε πριν σύγνεφο μαύρο απάνω μας. Και μέσα στον σταχτόμαυρον πλοκό τον άπιαστον, πύρινα φίδια οι σαγίτες έφευγαν ψηλά με βραχνό σφύριγμα, με τρελή γοργάδα, εκουφοβρόντουν στο άπειρο διάστημα, έβρεχαν καντήλια περαδώθε, λέγεις κ' ήθελαν να ιστορίσουν στ' αστέρια την καταδίκη μας.

Τα Τελώνια όμως έμεναν σκαλωμένα στη θέσι τους, περιφρονώντας την ταραχή και τον θόρυβο. Τόρα δεν ήσαν δυο, δεν ήσαν τρία μόνον ήσαν εκατόχίλια. Τ' ωχροκίτρινο φως τους έφευγε περαδώθε στο πλωριό κατάρτι, στο πρυμιό, στους φλόκους, στα πινά, στις στραλιέρες, άπλωνε κ' έσβυνε κινούμενο σαν φίδι που έφαγε τη λαμπηδόνα.

Μα όλα ψηλά και χαμηλά στρωμένα ήσαν με ρούχο κατακόκκινο, κυματιστό, που έβαφε με αβρό φεγγοβόλημα ως και το σωτρόπι της σκάφης μας. Κάπου στα πέρατα της γης πυρκαγιά ετίναζε τη λαμπάδα της ψηλά κ' έρριχνε φοβερούς αποκλαμούς περαδώθε, άπληστη να χάψη τα σύμπαντα. Μα πού το κάμα και πού η αθάλη της; Και τα δυο έλειπαν.

Και κάτω το νερό δέρνεται και φουσκώνει, αφρίζει και μανίζει έχθρας του εαυτού του, μίσος και χλεύη του. Ο ναύτης μάταια προσπαθεί να κρατήση γραμμή στη σκάφη του. Ξεσχίζονται τ' απάνω πανιά και φεύγουν ανεμοπαρμένα πούπουλα περαδώθε. Πλάνο το κύμα αντί να σπρώξη δεξιά το τρεχαντήρι αριστερά το πλαγιάζει, το παραδίνει στ' ανοιχτά. Το ναυτόπουλο αρχίζει πάλι τα κλάυματα.

Πώς έφυγε το άθλο μου· τι έγινε το άκαρπο δεντρί; Κάτω βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου, απάνω στον θεόχτιστον πάγκο του με τις λεπιδωτές ρίζες, αρκουδοντυμένον τον κορμό, κλαδιά και παρακλάδια του περαδώθε, λέγεις και πάσχει ν' αποκλείση όλα στο δίχτυ του.

Τ' απλώνει απάνου στην πλάκα κι αρχίζει το διαλάλημα. Δε διαλαλή με φωνές παρά με το σουραύλι του. Τ' αρμόζει καλά στα χείλη του κι αρχίζει να στέλνη περαδώθε τους ηχούς. Οι χωριάτες ξαφνίζονται· αφίνουν αμέσως τα παζάρια τους και το τριγυρίζουν, σαν πουλάκια στο κράξιμο της νοικοκυράς.