United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν είδα τις γαλανές πεδιάδες τουρανού μας, τη μαβειά θάλασσα που αφρίζει και μοιάζει κάμπος ασπρολούλουδα γεμάτος, σαν πάτησα τούτη την περίφηρη γις και βρέθηκα μέσα σε τέτοια φύση, κατάλαβα το παραμύθι, θαρρούσα τώρα και γω που φορούσα τον ουρανό με τάστρα, τη θάλασσα με τους αφρούς της, τη χαρούμενη γις με τα χορτάρια.

Γιατί λένε πως είναι σοφό; Επειδή παίρνει τη μορφή του δοχείου όπου το χύνουμε.» «Και το κρασί, μου φαίνεται!» «Και το κρασί, ναι! Μόνο που το κρασί καμιά φορά αφρίζει και χύνεται, το νερό όχι.» «Και το νερό, όταν το βάζουμε στη φωτιά να βράσει», είπε η Νατόλια. Τότε η Γκριζέντα έτρεξε εκεί μέσα, άρπαξε από το χέρι την υπηρέτρια και την έσυρε έξω. «Άσε με!

Και κάτω το νερό δέρνεται και φουσκώνει, αφρίζει και μανίζει έχθρας του εαυτού του, μίσος και χλεύη του. Ο ναύτης μάταια προσπαθεί να κρατήση γραμμή στη σκάφη του. Ξεσχίζονται τ' απάνω πανιά και φεύγουν ανεμοπαρμένα πούπουλα περαδώθε. Πλάνο το κύμα αντί να σπρώξη δεξιά το τρεχαντήρι αριστερά το πλαγιάζει, το παραδίνει στ' ανοιχτά. Το ναυτόπουλο αρχίζει πάλι τα κλάυματα.

Τότε απαντά ο πολύπειρος και θεϊκός Δυσσέας «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, όχι, δε θέλει το θυμό να σβύσει, μον πιο ακόμα αφρίζει και περιφρονάει τα δώρα σου κι' εσένα. Μόνος σουχαιρετίσματα σου στέλνεινα κοιτάξεις 680 πώς να γλυτώσεις το στρατό και τα γοργά καράβια, και φοβερίζει πως αφτός στη θάλασσα, άμα φέξει, θα ρήξει τα καλόθρονα καράβια και θα φύγει.

Μοιρολογούν γυναίκες επί νεκρώ, κ' εξαίφνης αι ίδιαι καγχάζουν ως αι Βάκχαι. Τώρα αλαλάζουν τούρκοι εν εφόδω, τώρα ψαλμωδούν ψάλται κηδεύοντες. Από τα σκολιά εξάρτια, από τα υψηλά παταράτσα, από τα χιαστώς συμπλεκόμενα μαντάρια, πανταχόθεν αντηχούσιν οι θρήνοι και οι γέλωτες, ταχύπτεροι του μελτεμίου απόστολοι, το οποίον κατόπιν των να το, αφρίζει, ωρύεται, μυκάται.

Άσε το κύμα να μας σέρνη κι ας μη ρωτούμε πού μας φέρνει· η θάλασσα δες πώς αφρίζει σαν κάμπος που μ' ανθούς γεμίζει.

Ας σταθούμε μια στιγμή στο μισό το δρόμο. Εκεί, κοντά στο λάλο το κύμα, που σιγανά κατρακυλάει και ξεσπάνει κι αφρίζει, και μαργαριταρώνει την αμμουδιά. Πατρίδα μου, τι αθάνατο πράμα είναι αυτή η ομορφιά σου. Πρέπει άνθρωπος να σε στερηθή, να καταλάβη την αιώνια σου χάρη! να γεράση στα ξένα, και να ξανάρθη στην αγκαλιά σου, να ξανανιώση.

Αστράπτουσι τα κύματα Ως οι ουρανοί, και ανέμελος, Ξάστερος φέγγει ο ήλιος Και τα πολλά νησία Δείχνει του Αιγαίου. Πρόσεχε τώρα· ως άνεμος Σφοδρός μέσα εις τα δάση, Ο αλαλαγμός σηκόνεται· Άκουε των πλεόντων Τα εία μ ά λ α. Σχισμένη υπό μυρίας Πρώρας αφρίζει η θάλασσα, Τα πτερωμένα αδράχτια Ελεύθερα εξαπλόνονται Εις τον αέρα·

Τις λόγος παρεκίνησεν εις συνωμοσίαν τον πελιδνόν Κάσσιον; Ποίος λόγος παρεκίνησε τον υπό πάντων τιμώμενον ενάρετον Ρωμαίον Βρούτον, και τους λοιπούς συνωμότας, τους εραστάς τούτους της ωραίας ελευθερίας, να πλημμυρούν δι' αίματος το Καπιτώλιον; τις άλλος λόγος ή διότι δεν υπέφερον τον άνθρωπον ανώτερον ανθρώπου; Ιδού ο λόγος διά τον οποίον εξώπλισα τα πλοία μου, υπό το βάρος των οποίων αφρίζει ο ωργισμένος πόντος, και διά των οποίων εσκόπουν να τιμωρήσω την προς τον ευγενή πατέρα μου αχαριστίαν της δολεράς Ρώμης.