United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η νεόνυμφος δεν εφόρεσε πλέον τα νυμφικά της. Ειργάζετο εις τον οίκον πλησίον της μητρός της και την Κυριακήν μετέβαινε τακτικώς εις την Εκκλησίαν, φορούσα ενδυμασίαν απλουστάτην, την συνηθιζομένην, όταν απουσιάζη ο σύζυγος. Εξοικειώθη πλέον με την ιδέαν του αποχωρισμού και ήρχισε να μη κλαίη.

Πού να της βρούμε της λίρες· ο Στάθης μόνο συχνάτσες έφερε απ' το Βώλο . . . Κ' έπειτα, η κολλαΐνα, που έλεγεν η μητέρα, θα ταίριαζεν αν φορούσα νυφιάτικα ντόπια . . . Μ' αυτά που φόρεσα τώρα, δεν πάει . . . Την πρωίαν, καθώς ο Στάθης επέστρεψεν εις το σπίτι του, και όλοι οι καλεσμένοι επήγαν τέλος να κοιμηθούν, ο γέρων πατήρ ελθών, εφώναξε τον Στάθην, και του είπε·

Αν δεν ήτον τώρα ο κύριος Σουσαμάκης με την συναναστροφήν του, ούτ' εγώ θα φορούσα το καλό μου φόρεμα, ούτε θα πάθαινα ό,τι έπαθα.

Η γραία εισήλθε κρατούσα καλάθιον υπό τον αγκώνα, κ' έχουσα την μαύρην φουστάναν της περασμένην υπό κάτω εις το χερούλι του καλαθιού, φορούσα μόνον επάνω της το κοντόν, παλαιόν, ξασπρισμένον φουστάνι της, μάλλινα τσοράπια τρύπια εις τους δακτύλους και τας πτέρνας, και ξυπόλητη.

Όλοι μας είμαστ' άπραγοι, άπραγοι!.. Ως που ήρθε η Ζωγάκενα, η πολυκάτεχη γριά και μ' έβγαλε από την έγνοια. — Και δε χαίρεσαι Σάββανα ; και δεν καλοκαρδίζεις, Καλίτσα μου; Ήταν του σπιτιού σας το στοιχειό που σε συχάρηκε νοικοκυρά. Και να ιδής που θα κράτηση το λόγο του· να είσαι βέβαιη πως θα κράτηση το λόγο του... Έτσι μου είπε· κ' εγώ της έδωκα ό,τι φορούσα για την καλή τη φώτιση.

Αλαζών και βρενθυόμενος εισήλθεν ο Σουσαμάκης εις την οικίαν του, και απ' αυτής ήδη της θύρας εφώνησε γεγωνός προς την υπηρέτριαν: — Μαρία! έλα πάρτ' αυτά. Αντί όμως της υπηρετρίας, ήτις την στιγμήν εκείνην μετεκόμιζεν ανώνυμά τινα σκεύη εις ανώνυμον της οικίας μέρος, επεφάνη εις την κλίμακα η κυρία Πασιφάη, άτακτον έχουσα την κόμην και την πρωινήν της λευκήν εσθήτα φορούσα.

Νόμιζα τότε πως σ' αγαπούσα και πως είμουνα ευτυχισμένη. Είτανε γιατί δε γνώριζα τίποτε και δεν εννοούσα τίποτε. Τώρα γνωρίζω τι σημαίνει και θέλω να σ' ευχαριστήσω. Πριν προφτάσω να το εμποδίσω, άρπαξε το αριστερό μου χέρι και το φίλησε κι όταν έκαμα να το τραβήξω, το κράτησε σφιχτά και το ξαναφίλησε στο μέρος που φορούσα το δαχτυλίδι.

Λεφτό δεν είχα, ούτε πολύτιμο κανένα μέσ' την κασέλλα μου, έξω απ' το δαχτυλίδι του αρραβώνα που φορούσα. Είχα μερικά χαλκώματα. Επήρα ένα ταψί που είχα, καινούριο, κατακόκκινο, νάτο, εκεί βρίσκεταιέδειξε προς ένα ράφι, επί του οποίου ήσαν ολίγα χάλκινα σκεύη — κ' επήγα στην γειτόνισσά μας την Παναγήνα.

Σαν είδα τις γαλανές πεδιάδες τουρανού μας, τη μαβειά θάλασσα που αφρίζει και μοιάζει κάμπος ασπρολούλουδα γεμάτος, σαν πάτησα τούτη την περίφηρη γις και βρέθηκα μέσα σε τέτοια φύση, κατάλαβα το παραμύθι, θαρρούσα τώρα και γω που φορούσα τον ουρανό με τάστρα, τη θάλασσα με τους αφρούς της, τη χαρούμενη γις με τα χορτάρια.

Ήτον καιρός οπού κ' εγώ 'φορούσα προσωπίδα, και ήξευρα εις το αυτί μιας νέας να λαλήσω και να ειπώ σιγά σιγά εκείνα που αρέσουν αλλά επέρασ' ο καιρός, επέρασε και 'πάγει. — Καλώς ωρίσατ' άρχοντες. — Αι μουσικοί, λαλείτε! Ολίγον τόπον κάμετε! — Κορίτσια, σηκωθήτε!