United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ενώ οι χωρικοί πάντες εκοιμώντο αναπαυόμενοι, όπως εγερθώσι τα μεσάνυκτα και φαιδροί μεταβώσιν εις τον ναόν έκαστος με την λευκήν λαμπάδα του, η κυρά Μανωλάκαινα ηγρύπνει. Δεν την εκολλούσεν ύπνος.

Η Κρατήρα αφαιρέσασα τότε το τσόχινον μπαμπουκλί της και περιβληθείσα μίαν λευκήν και χονδρήν φανέλλαν, καταβαίνουσαν μέχρι της οσφύος, ήρχισε να παραθέτη την τράπεζαν εγγύς της πυράς επί του σοφά.

Μετά δε τον θάνατόν των να τελούνται εκθέσεις του σώματός των και κηδείαι και τάφοι εξαιρετικοί από όλους τους άλλους πολίτας. Να έχουν ολόκληρον την στολήν λευκήν, και να κηδεύονται εντελώς χωρίς δάκρυα και θρήνους.

Ο καπετάν- Γιαννάκος ο Συρμαίος, ανήρ αισθηματικός και γενναίος «μερακλής», όσον κανείς άλλος εκ των συγχρόνων του, είχεν ερωτευθή ποτέ εις το Σταυροδρόμι την Κοκκώνα-Αννίκαν, ωραίαν, υψηλήν, με χρυσόξανθα μαλλιά, λευκήν και με χαρακτήρας λεπτοτάτους, με βλέμμα το οποίον κάτι έλεγε στην καρδιά.

Διότι η μήτηρ της, από μικράν, είχε ποτίσει αυτήν, το φιδόχορτον, την λευκήν εκείνην, ως άλευρον κόνιν, ην επώλουν διερχόμενοι από τα γρέκια των πλάνητες φαρμακευταί και ήτις έχει την δύναμιν να κάμνη αβλαβή ως γάλα και το δριμύτερον φαρμάκι των.

Γλέπ'ς κει δα κάτ' είν' η γίδης στριμουμέναις κ' η δυο, τουλόου σ' πού θα πατήσης να τσ' δέσης να τσ' ανεβάσης απάν'; Την στιγμήν εκείνην έφθασε και ο παππα-Μπεφάνης, με την λευκήν του γενειάδα, με το κοντόν τρίχινον ράσον του, και με το μαύρο σάλι του περί τον λαιμόν. Έμαθε το συμβάν, ήκουσε το σχέδιον του Στάθη, κ' έσεισε την κεφαλήν. — Αποκοτιά, είπε, μεγάλ' αποκοτιά.

Εφαντάσθην ότι ήτο η ψυχή της γυναικός μου και έκλαυσα. Ω, προ πόσου καιρού δεν έχυσα δάκρυα! Έκλαυσα και ωμίλησα προς την λευκήν περιστεράν. Είπα της ψυχής μου τον πόνον. Και με ήκουεν η περιστερά και μ' έβλεπε με το θλιβερόν βλέμμα της. Είπα την ελπίδα μου ότι επέρχεται των δεινών μου η παύσις, ότι θα συνενωθώμεν και πάλιν.

Ο θάνατος του Γέροντος δεν επέτρεψε να συμπληρωθή το Ευκτήριον εις τακτικόν ναόν. Ο Παπά-Ιερεμίας 80 ετών γέρων, με λευκήν κόμην και λευκόν πώγωνα ως τολύπην βάμβακος, απήγγελλε τας ευχάς με το αυστηρόν εκείνο και πένθιμον ύφος του, όπερ όμως παραδόξως εγέννα εν τη καρδία μαλακά και πραέα αισθήματα παρηγορίας κ' ελπίδος.

Τότε ανεπέτασεν ούτος και την σημαίαν του, τα μεν άλλα λευκήν, φέρουσαν δε αφ' ενός την εικόνα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, και αφ' ετέρου την φοβεράν ρήτραν Ε λ ε υ θ ε ρ ί α ή Θ ά ν α τ ο ς.

Υπό την λευκήν και άπλετον λάμψιν του, ήτις επλημμύρισε διά μιας την επιφάνειαν των ηρέμων υδάτων, διέκρινα επί στιγμήν εντός μικράς λέμβου τον βασιλέα και την βασίλισσαν, επί άλλης δε τους βασιλόπαιδας εκδηλούντας εν παιδική φαιδρότητι την χαράν των.