Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Ας έμενες εις την Αζόφ κι' ας είχα και συνάχι, κι' ως Κάιν ας 'τουρτούριζα εις παγετών στιβάδας· συ, Βέρα, ήσουν έμπνευσις, συ Μούσα μου μονάχη, και την φυγήν σου έκλαυσα με Ιερεμιάδας. Και ήκουα των ποιητών και πάλιν τας φωνάς: «Πώς τον καιρό σου, μ' έλεγαν, εδώ αδίκως χάνεις; τι κάθεσαι, ταλαίπωρε, κι' αέρα κοπανάς; συ εγεννήθης ποιητής, για έμπορος δεν κάνεις.
Εφαντάσθην ότι ήτο η ψυχή της γυναικός μου και έκλαυσα. Ω, προ πόσου καιρού δεν έχυσα δάκρυα! Έκλαυσα και ωμίλησα προς την λευκήν περιστεράν. Είπα της ψυχής μου τον πόνον. Και με ήκουεν η περιστερά και μ' έβλεπε με το θλιβερόν βλέμμα της. Είπα την ελπίδα μου ότι επέρχεται των δεινών μου η παύσις, ότι θα συνενωθώμεν και πάλιν.
Και αφού έκλαυσα αρκετά, εστοχαζόμουν ότι όσα προείπον οι Αστρολόγοι, αλήθευσαν· και εθαύμαζα διά τοιαύτα παράδοξα συμβάντα· αλλ' όταν ενεθυμήθην, ότι επλησίασε η ημέρα που έμελλε να έλθη ο πατήρ του νέου, διά να τον σηκώση απεκεί, εστοχάσθην ότι εάν μείνω εδώ εις το υπόγειον και με εύρουν μαζί με τον φονευμένον νέον, βέβαια ο πατήρ του θέλει οργισθή εναντίον μου, ότι εγώ τον εθανάτωσα· και ούτε θα έχει ισχύν η δικαιολογία μου ότι συνέβη εξ απροσεξίας ο θάνατος του υιού του και θέλει προστάξει τους δούλους του να με θανατώσουν· όθεν ευθύς έδραμα έξω και σφαλίσας την θύραν ως ήτον πρότερον ανεχώρησα και εκρύβην επάνω εις ένα δένδρον.
Ήκουσα βραδύτερον την θύραν της αυλής ανοιγομένην και τον Ζενάκην αποχαιρετίζοντα τον Αγάν. Η θύρα εκλείσθη, αλλ εγώ δεν εκινήθην. Δεν είχα το θάρρος να εξετάσω τι απέγεινεν. Ήλθεν ο Ζενάκης και με ηύρεν εις τον κήπον. ― Τα εσυμβιβάσαμεν, Λουκή. Πηγαίνει να μας φέρη την κόρην. Απόψε θα την έχωμεν. Εχύθην εις τον λαιμόν του και τον εφίλησα και έκλαυσα.
Την ερχομένην ημέραν από την αυγήν ήλθεν ο ζευγίτης μου και με εζητούσε διά να μου ομιλήση και να μου φανερώση ένα μυστικόν, και λέγει μου· αυθέντη, εγώ έχω μίαν θυγατέρα, που καταλαμβάνει την μαγείαν, και εχθές όταν είδεν ότι που εγύρισα οπίσω το μοσχάρι καθώς με επρόσταξες, πρώτον εγέλασε και ύστερα έκλαυσε· και την ερώτησα την αιτίαν και μου είπεν, ότι τούτο το μοσχάρι είναι ο υιός του αυθέντου μας, που η γυναίκα του η κυρά μας το μετέβαλεν εις μοσχάρι, και την μητέρα του εις αγελάδαν και εγέλασα χαρούμενη, επειδή το είδα ζωντανόν· έπειτα έκλαυσα διά την μητέρα του, που εθυσιάσθη.
— Ελησμόνησες λοιπόν, αυθέντα, την ιστορίαν του γέροντος, μετά του οποίου ωδοιπόρησα από Νεαπόλεως μέχρι Ρώμης, και των δύο δακτύλων, τους οποίους έχασα υπερασπίζων εκείνον; Οι λησταί, οίτινες τον εκτύπησαν δια μαχαίρας, τον είχον αφήσει εκπνέοντα και τον έκλαυσα επί πολύ, Φευ! επείσθην ότι ζη ακόμη και ότι αποτελεί μέρος της χριστιανικής κοινότητος εν Ρώμη.
Ποσάκις μόλις είδα την ημέραν επόθησα του Σύμπαντος την σφαίραν εις άμορφον σωρόν να μεταβάλλω κι' επάνω εις ερείπια να ψάλλω. Και άλλοτε 'στούς τοίχους μου σαν είδα να τρέχη σιχαμένη κατσαρίδα, κι' ετόλμησα κι' εγώ να την σκοτώσω ποσάκις δεν την έκλαυσα και πόσο! Όλα θαρρώ πως κλαίνε και τους καϋμούς των λένε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν