Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Επί τέλους επέστρεψεν ο Ζενάκης, δεν επέστρεψε δε μόνος. Τον ήκουσα ομιλούντα τουρκιστί εις την αυλήν. Τις τον συνοδεύει; Ο Αγάς μήπως ; Μη έφερε την Δέσποιναν ; . . . Εκρυπτόμην υπό τα δένδρα του κήπου, είχα δ' αντικρύ μου το παράθυρον του κοιτώνος, όπου ήσαν παρατεταγμένα τα λύτρα της κόρης. Ήκουα ομιλούντας εντός αυτού τον Ζενάκην και τον Τούρκον, αλλά δεν διέκρινα τι έλεγον.

Αίφνης τους βλέπω πλησιάζοντας εις το παράθυρον. Ο Αγάς, Τούρκος μεγαλοπρεπής, εκράτει δίσκον και εφαίνετο εξετάζων το βάρος, ο δε Ζενάκης, κρατών άλλα εις τας δυο χείρας σκεύη, του τα επεδείκνυε. Ανεπτερώθησαν αι ελπίδες μου. Εξετάζει ο Τούρκος, άρα δεν αρνείται! Απεσύρθησαν από το παράθυρον και ήκουσα την φωνήν του οικοδεσπότου προστάζοντος να φέρωσι καφέν.

Εβάδιζα προς την έξοδον του χωρίου με την αξίνην επί του ώμου, ότε εις το κατώφλιον θύρας ανοικτής είδα ιστάμενον άνθρωπον ενδεδυμένον κατά το ήμισυ ευρωπαϊστί και καπνίζοντα. Τον ανεγνώρισα μακρόθεν ! Ήτο ο Ζενάκης, ο γέρων του πατρός μου φίλος. Αι τρίχες του ήσαν λευκότεραι ή προ δυο ετών, το δε πρόσωπόν του ειπέρποτε κατηφές.

Δεν επεμβαίνει η Ευρώπη και ησύχασε, έλεγε και επανέλεγε προς τον πατέρα μου• οι βασιλείς δεν συμπεθερεύουν με αποστάτας. ― Και θ' αφήσουν τον Σουλτάνον να σφάξη τους Έλληνας όλους! ανέκραζεν ο πατήρ μου. ― Ας προσκυνήσουν και ας ζητήσουν το έλεός του, απεκρίνετο ο Ζενάκης.

Πέριξ ημών η νήσος των Ψαρών αφ' ενός και η Σάμος αφ' ετέρου ήσαν ήδη προ μηνών ελεύθεραι, απόπειραι εξεγέρσεως εγένοντο εν Μιτυλήνη, τα δ' ελληνικά πλοία, περιτρέχοντα εν θριάμβω το πέλαγος, περιέπλεον επί μάλλον και μάλλον συχνότερον εις τα νερά της Χίου. Εσπέραν τινά ο Ζενάκης μας έφερε μυστηριωδώς την είδησιν, ότι ο πασάς υποπτεύεται επικειμένην κατά της νήσου επίθεσιν.

Εσκεπτόμην μόνον μετά πόσης χαράς θα φέρω την ορφανήν κόρην εις της μητρός μου τας αγκάλας. Προς το εσπέρας επανήλθεν ο Αγάς φέρων την Δέσποιναν, ανεχώρησε δε μόνος με τους δύο κοφίνους του Γιάννη επί του ζώου του. Αφού ανεχώρησε μ' έκραξεν ο Ζενάκης εις το δωμάτιόν του. Η Δέσποινα έτρεξε προς εμέ άμα εισήλθα.

Ο πατήρ μου εφαίνετο μη πειθόμενος και επέμενεν ελπίζων, αλλ' ο Ζενάκης ήτο υποπρόξενος, δεν ενθυμούμαι τίνος εκ των δευτερευουσών δυνάμεων,― της Ολλανδίας νομίζω,― ώστε εις εμέ οι λόγοι του εφαίνοντο πλήρεις βαρύτητος και επισημότητος. Αρχαίος του πατρός μου φίλος και γείτων, ήτο εκ των ολίγων οίτινες κατ' εκείνην την εποχήν εσύχναζον εις την οικίαν μας.

Ήκουσα βραδύτερον την θύραν της αυλής ανοιγομένην και τον Ζενάκην αποχαιρετίζοντα τον Αγάν. Η θύρα εκλείσθη, αλλ εγώ δεν εκινήθην. Δεν είχα το θάρρος να εξετάσω τι απέγεινεν. Ήλθεν ο Ζενάκης και με ηύρεν εις τον κήπον. ― Τα εσυμβιβάσαμεν, Λουκή. Πηγαίνει να μας φέρη την κόρην. Απόψε θα την έχωμεν. Εχύθην εις τον λαιμόν του και τον εφίλησα και έκλαυσα.

Αλλ' ο φίλος του Ζενάκης ουδαμώς παρεδέχετο της τοιαύτης αρωγής την πιθανότητα. Εσφίγγετο η καρδία μου, ότε τον ήκουα ελεεινολογούντα το κίνημα και θρηνούντα εκ προοιμίων απάσας τας συνεπείας του.

Το τι λέγει ο Ζενάκης ήτο εύκολον να το υποθέσω, αλλά τι αρά γε ο Τούρκος αποκρίνεται; Δέχεται αντάλλαγμα, ή επιμένει να κρατήση την Χριστιανήν, ως μέλλοντα του χαρεμίου του στολισμόν; Και μου ήναπτον αι παρειαί και ηγειρόμην και εκαθήμην, πας δε κρότος εις την οικίαν, πάσα φωνή εις την οδόν μου εφαίνοντο ότι συνέχονται με της Δεσποίνης την λύτρωσιν.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν