United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο σίφων εξερράγη, ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην και τους βράχους και τους αιγιαλούς, ο άνεμος συνεμαζεύθη εις τα άντρα και τας αγκάλας, η Σκοτεινή Σπηλιά ηχεί παρατεταμένως, μυστηριωδώς από την κοπείσαν κολοβήν πνοήν του ανέμου, από απειλήν νέας μανίας λυσσωδεστέρας της πρώτης, από της φοβεράς εν τη σιωπή συνωμοσίας των στοιχείων.

Μετά πολλάς αναζητήσεις, εφάνη τέλος ως σκιά τις προσεγγίζουσα. Η νέα την έβλεπεν έκπληκτος, και ηθέλησε να τη ομιλήση πρώτη. Αλλ' η ξένη ένευσεν επιτακτικώς να σιγήση, και ανοίξασα το στόμα τη είπε μυστηριωδώς: «Ζητείς να μάθης ποίον δρόμον θα βαδίσης; Έχε θάρρος. Βαδίζεις τον άριστον, τον δρόμου του μαρτυρίου». Η Αϊμά δεν ενόησε τι εσήμαινεν η φράσις αύτη: ο δρόμος του μαρτυρίου.

Ανάμεσα στη συνηθισμένη αστασία των ανθρωπίνων αισθημάτων, στης διαρκείς απογοητεύσεις που παθαίνει η ερωτική ιλλυζιόν, ολοένα αλλάζουσα αντικείμενο, το ζεύγος του Τριστάνου και της Ιζόλδης, — εξ αρχής υποδουλωμένο από δεσμά μυστηριωδώς αδιάλυτα, κυνηγημένο απ' όλες της καταιγίδες και παλαίβοντας εναντίον τους, που μάταια δοκιμάζει να ξεφύγη και παραδίνεται τελικά, έξαλλο, σ' έναν τελευταίο και αιώνιο εναγκαλισμό, — φαινότανε και φαίνεται ακόμη σαν μια από της φόρμες του ιδανικού αυτού που ποτέ δεν κουράζεται ο άνθρωπος να φαντάζεται πλανώμενο απάνω από την πραγματικότητα, και που η διάφορες και αντίθετες όψεις του δεν είναι παρά εκδηλώσεις της επιμόνου τάσεώς μας προς την ευτυχία.

Αφού έλεγε κατά κόρον ότι ήτο πτωχός, ίσως επεθύμει να κερδήση χρήματα. — Είσαι πτωχός, είπες; — Φτωχός... καθώς ο διάβολος, εψέλλισεν ο Τρέκλας. — Και θέλεις χρήματα; — Χρήματα; Ποιος τα έχασε; — Ορκίσου ένα πράγμα. — Τι; — Ότι δεν με είδες εκεί, είπεν αύθις μυστηριωδώς ο ξένος, και ότι δεν είσαι βαλμένος να μου πης ψέμματα.

Λοιπόν έφερες το κλειδί; τω είπε μυστηριωδώς. — Ποιο κλειδί; ηρώτησε μετ' άκρας φυσικότητος ο Σκούντας. — Το κλειδί που του παρήγγειλα να μου φτειάση, απήντησεν η Βεάτη. Ο Σκούντας εκαμώθη ότι ανακαλεί τας αναμνήσεις του, και είπεν· — Α! τώρα ενθυμούμαι. Μου είπεν ο Τρανταχτής για ένα κλειδί. — Και δεν σου τώδωσεν; ηρώτησεν αποθσρρυνθείσα η Βεάτη.

Το βέβαιον είναι ότι αποκτώ θησαυρόν! — Δεν σου το έλεγα; — Ναι, αλλά δεν μου είπες το όνομά της, και δεν ετόλμησα να ερωτήσω την ιδίαν, πώς την λέγουν. Ο Λιάκος επλησίασε τα χείλη προς το αυτίον του καθηγητού και εψιθύρισε μυστηριωδώς το ζητούμενον όνομα. — Ιδού οπού το έμαθες. — Επί τέλους! ανέκραξεν ο Κ. Πλατέας. Και οι δύο φίλοι απεχωρίσθησαν.

Πέριξ ημών η νήσος των Ψαρών αφ' ενός και η Σάμος αφ' ετέρου ήσαν ήδη προ μηνών ελεύθεραι, απόπειραι εξεγέρσεως εγένοντο εν Μιτυλήνη, τα δ' ελληνικά πλοία, περιτρέχοντα εν θριάμβω το πέλαγος, περιέπλεον επί μάλλον και μάλλον συχνότερον εις τα νερά της Χίου. Εσπέραν τινά ο Ζενάκης μας έφερε μυστηριωδώς την είδησιν, ότι ο πασάς υποπτεύεται επικειμένην κατά της νήσου επίθεσιν.

Αν ηδύνατό τις να πιστεύση τα λεγόμενα, η καραβίνα αύτη ήτο αληθές ξυπνητήρι του ενοικιαστού της λίμνης, ειδοποιούσα αυτόν μυστηριωδώς διά κτύπου εις τον δεξιόν του ώμον περί της λαθραίας προσεγγίσεως βάρκας τινός εκ του λιμένος διά νυκτός.

Μυθολογείται δε ότι θαυμασίως πως και μυστηριωδώς διαδοθείσης της καταδίκης του Ιησού Χριστού, έντρομα συνήλθον εις νυκτερινόν συνέδριον πάντα τα φυτά και συσκέψεως γενομένης, παρεδέχθησαν ομοθυμαδόν ν' αρνηθώσι το ξύλον αυτών προς κατασκευήν του σταυρού, εφ' ου επέπρωτο να προσηλωθεί ο υιός του Θεού.

Αλλ' έχω λάβει την απόφασιν. — Ποίαν απόφασιν; — Τούτο θα είνε η θεία δίκη, είπε μυστηριωδώς ο Σχολάριος. — Ούτω λοιπόν ουδεμίαν ελπίδα τρέφεις; είπεν ο Πλήθων. — Ουδεμίαν. Οι βάρβαροι μέλλουσι να κυριεύσωσι την πόλιν. Εν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται. Ο Πλήθων εστέναξε. — Δεν φρονείς και συ το αυτό; — Ουχί, είπεν ο Πλήθων. Νομίζω ότι οι αρμόδιοι πρέπει να μη απελπισθώσι. — Τίνες αρμόδιοι;