United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλεγεν ο πλοίαρχος προς τον έφηβον υιόν του, εν σιγή θεωρούντα την απροσδόκητον εκείνην οπτασίαν του χρυσού και φωτός και αφρού, άτινα μυστηριωδώς στερεοποιούμενα μετεμορφούντο εις την μυθοπλαστουμένην Πόλιν, την Πόλιν των αγαθών και του πλούτου, την Πόλιν της αναπαύσεως του κεκμηκότος ναύτου, εις τα δροσερά κύματα της οποίας γλυκαινόμενον το πλοίον, επαναλαμβάνει τον προς την Μαύρην θάλασσαν πικρόν πλουν.

Δε θυμάσαι τα δικά μου, θεια Χαδούλα; . . . είπε μυστηριωδώς η Μαρούσα, και το πρόσωπόν της αφ' ό,τι ήτο έγεινεν ακόμη ερυθρότερον . . . Θυμήσου τι τρομάρες, τι βάσανα πέρασα τότε κ' εγώ! Κι' ας είσαι καλά, πόσο μ' εβοήθησες! Έτσι θα περάσουν και τα δικά σου. — Γιατί είπα εγώ πως εσύ ξέρεις τα πάθια μου! επανέλαβεν η Φραγκογιαννού μετριόφρων.

— Ω, Θεέ μου, Θεέ μου! — Διατί φοβείσαι τόσον; Μήπως τα παρελθόντα επανέρχονται; — Ω, επανέρχονται είπεν η Αϊμά. Τω όντι, αυτός, αυτός είνε. — Ποίος αυτός; ηρώτησεν η Σιξτίνα, διεγερθείσης της περιεργείας της εκ της τελευταίας φράσεως. — Τίποτε, είπεν η Αϊμά, μεταμεληθείσα. Τίποτε. — Αλλ' ομιλείς μυστηριωδώς, τέκνον μου. Δεν εννοώ. — Ω, όχι. — Θα μοι είπης λοιπόν;

Εις τοιαύτην περίπου κατάστασιν ευρίσκετο και η ημετέρα ηρωίς, ότε εσπέραν τινά, ενώ εκάθητο παρά το χείλος του ιχθυοτροφείου μοιράζουσα μελαγχολικώς το δείπνον της εις τους κυπρίνους, επλησίασεν αυτήν μυστηριωδώς ο κηπουρός της Μονής, και στρέψας κύκλω ανήσυχα βλέμματα, ενεχείρισεν αυτή μυστηριωδώς επιστολήν γεγραμμένην διά πορφυράς μελάνης επί λεπτού δερματος Θνησιγενούς αρνίου.