United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και προβάλοντα τον τράχηλόν των, τον παρετήρουν ανήσυχα με τους παιδικούς των οφθαλμούς. Ο Ιωακείμ εσυνείθιζε και έβαλεν από το βάθος του λαιμού του μίαν βραχνήν κραυγήν, η οποία τα καθίστα τόσον εύθυμα, ώστε ωρθούντο ακράτητα επί των οπισθίων ποδών των, και στενοχωρούμενα εις το περιωρισμένον εκείνο μέρος εζήτουν να τρέξωσι.

Οι επιβάτες, και δεν είταν λίγοι, στοιβάχτηκαν στη μικρή ξύλινη γέφυρα της ακροθαλασσιάς, θάταν καμιά εξηνταριά, όλο και λεβεντόπαιδα, αμούστακα όλ' ακόμα, ξυραφισμένα, με καθαρές φουστανέλες, με κάτασπρες σκάλτσες, μ' ανήσυχα πρόσωπα και κάτι ματιές γεμάτες φλόγες.

Εγώ δεν περιφρονώ τίποτε· διεμαρτυρήθηκε κάπως πεισμωμένα ο Αριστόδημος. — Και όμως δεν προσέχεις το τι γίνεται γύρω σου· απάντησε ο Δημητράκης. Εγώ ήρθα να σου μιλήσω για σπουδαία υπόθεση και συ μου μιλάς ξύλα κούτσουρα. Θες ν' ακούσης; — Λέγε· είπε υπομονετικός ο Αριστόδημος. — Τι συμβαίνει λοιπόν: τον ρώτησε κάπως ανήσυχα ο Περαχώρας.

Μόνος ο Φλώρος, όστις προ πολλού στερούμενος της φιλτάτης του περιεφέρετο νυχθημερόν έμπροσθεν της κεκλεισμένης πύλης του ευκτηρίου, ανεσκίρτησεν υπό της χαράς ευρών τέλος πάντων εύλογον πρόφασιν να υπερβή την απηγορευμένην εκείνην φλιάν. Η ταλαίπωρος Ιωάννα εκάθητο επί στασιδίου, προσηλούσα ως Αιγύπτιος καλόγηρος ανήσυχα βλέμματα επί της εξοιδημένης κοιλίας της, εξ ης όμως αντί του Αγ.

Και τ' άλλα φύλλα, βλέποντας εκείνο με ποια γαλήνη ξεκίνησε, φρόντισαν να πεθάνουν σύμφωνα με την ενθύμησή του. Δίχως τη βοήθεια του ανέμου, αποχαιρετώντας το κλαδί και σταματώντας για μια στιγμή στον αέρα, σαν πουλί που ζυγιάζει τα φτερά του, έπεφταν με κίνημα άξιο των ψυχών που γνώρισαν το Μοιραίο και δεν έχουν γελαστή. Μαύρα κι' ανήσυχα γίδια κατεβαίνουν να πιουν στην κελαϊδούσα ρεματιά.

Όταν ένας άνθρωπος έχη ανήσυχα πόδια, του φορούν ξύλινα βρακιά. ΛΗΡ Ποιος είν' αυτός 'πού 'ξέχασε ότ' είσαι ιδικός μου και σ' έβαλετον φάλαγγα; ΚΕΝΤ Ήτον αυτός κ' εκείνη, και ο γαμβρός κ' η κόρη σου. ΛΗΡ Όχι! ΚΕΝΤ Ναι! ΛΗΡ Όχι, λέγω! ΚΕΝΤ Ναι, λέγω. ΛΗΡ Δεν θα τώκαμναν! ΚΕΝΤ Το έκαμαν, σου λέγω. ΛΗΡ Ω! Μα τον Δία! ΚΕΝΤ Ναι, ναι, λέγω, μα την Ήραν! ΛΗΡ Δεν γίνεται! Δεν ημπορούν!

Ο πελώριος ο Κοπρούλας με τη μακριά του τριχούσα, που βρωμισμένη στα βοϊδοκόπρια έπεφτε σε λερά ξέφτια γύρω του, και τη βουκέντρα τη μακριά, που ξέφεβγε πάνω από ταναμαλλιασμένο το κεφάλι του, εχύθηκε ταβρομάχος σωστός, άγριος κι ανήμερος και τρομερός στη μέση στο κοπάδι. Τα βόιδα εμουκάνιζαν γύρω του φοβερά. Εμυρίζονταν τον πελώριο τους βοϊδολάτη ανήσυχα.

Κύριε ελέησον, επανέλαβεν η παππαδιά, μη ευρίσκουσα άλλας λέξεις προς έκφρασιν της αδημονίας της, και στρέφουσα τα ανήσυχα βλέμματα προς τον καναπέν. Ο ιερεύς ήκουσε τα πάντα, αλλά τα ήκουσεν ως εις όνειρον. Το άνοιγμα της θύρας διέκοψε τον ύπνον του, αλλ' αι αισθήσεις του έμενον εισέτι εις νάρκωσιν, αι δε ιδέαι συνωθούντο συγκεχυμέναι και άνευ σειράς εντός της κεφαλής του.

Εξάνοιγαν ξέμακρα οι βοϊδολάτες με τις μακριές τις βουκέντρες, που εσαλάχαγαν κουκουνισμένο το κοπάδι. Εροβόλαγαν τα βόιδα με μουκανητά και ταραχή, μυρίζοντα με τα ρουθούνια αγριεμένα ψηλά, ανήσυχα τον αέρα, σα νάνιωθαν που ζύγωναν στο μακελιό. Όσο περισσότερο εζύγωναν, άγριεβαν πάντα τα μουκανητά κι αναβοΐσματα. Ανακόρδιζαν τα βαριά λαιμοτράχηλα απάνω.

Έβλεπα τας ξανθάς τρίχας της αθώας εκείνης κεφαλής, και ανελογιζόμην τα από του εξώστου μας φαινόμενα πλοία και ανεπόλουν μετά φρίκης όσα ήκουσα περί των εις Σμύρνην και εις τας Κυδωνίας υπό των Τούρκων διαπραχθέντων. Εβάδιζα σιωπών και περίλυπος. Η μικρά εσιώπα επίσης, αλλ' ησθανόμην τα δάκτυλα της ανήσυχα εντός της χειρός μου.