United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλ' αυτά τ' ανεπόλουν και τ' αναπαρίστων με τον νουν μου, ως να είχαν συμβή χθες, και είχαν παρέλθει ήδη περισσότερα των είκοσιν ετών από τότε, είχαν εξέλθει της πολίχνης άμα τη δύσει του ηλίου, και είχαν πορευθή με την αμφιλύκην έως του Δράκου το ρέμμα, εκεί οπόθεν αρχίζει ο υψηλός, κάθετος ανήφορος του Βαραντά.

Μόνον αφού απέθανε και δεν τον είχα πλησίον μου, και ανεπόλουν τας περιπέτειας και τα ελάχιστα περιστατικά της πολυετούς συμβιώσεως μας, τότε μόνον ενόησα και εξετίμησα ακριβώς τον βαθμόν της προς εμέ στοργής του.

Καθήμενος εις την πλατείαν του Συντάγματος προ ολίγων ημερών τους παρετήρουν επανερχομένους από την Πεντέλην και ανεπόλουν αρχαίας πανηγύρεις φυσιολατρικάς και μου ήρχετο εις τον νουν έν των χαριεστέρων ποιημάτων του Δ' Αννούντσιο, το οποίον του ενέπνευσαν κλάδοι ανθισμένης αμυγδαλής. Αλλ' όσον και αν είνε ωραίον το θέαμα δεν εμπνέει εις όλους τας αυτάς σκέψεις.

Συχνάκις δε υπό τα δένδρα του αυλογύρου εκείνου ανεπόλουν τας συγκινήσεις, υπό τας οποίας προ ενός έτους ελειτουργούμεθα, ο πατήρ μου κ' εγώ, ότε διετρέχομεν έμφοβοι τας στενάς της Σμύρνης οδούς μεταβαίνοντες εις την Αγίαν Φωτεινήν. Η εκκλησία, ή μάλλον ειπείν το παρεκκλήσιόν μας, είχεν ανεγερθή υπό του προπάππου της μητρός μου, όστις ερασοφόρεσεν εις τα γηράματά του.

Εγώ δε απρακτών εστενοχωρούμην και, τρεφόμενος διά σκέψεων και σχεδίων, συνέλαβα την ιδέαν του να μεταβώ εις Χίον προς ανεύρεσιν των υπό την μηλέαν του κήπου μας ταφέντων κειμηλίων. Ανεπόλουν τους λόγους του πατρός μου ότε εκαλύψαμεν τον λάκκον υπό την μηλέαν.

Έβλεπα τας ξανθάς τρίχας της αθώας εκείνης κεφαλής, και ανελογιζόμην τα από του εξώστου μας φαινόμενα πλοία και ανεπόλουν μετά φρίκης όσα ήκουσα περί των εις Σμύρνην και εις τας Κυδωνίας υπό των Τούρκων διαπραχθέντων. Εβάδιζα σιωπών και περίλυπος. Η μικρά εσιώπα επίσης, αλλ' ησθανόμην τα δάκτυλα της ανήσυχα εντός της χειρός μου.

Ενώ έβλεπα τους δύο εκείνους υπό την σκιάν των δένδρων, η ψυχή μου ανέτρεχεν οπίσω εις άλλην σκηνήν παρομοίαν. Ανεπόλουν τους πρώτους παλμούς της καρδίας μου. Και οι δύο δεν είχομεν κατ' εκείνην την στιγμην όρεξιν δι' ομιλίας Ηκολουθήσαμεν σιωπώντες τους τελευταίους στρατιώτας της οπισθοφυλακής. Ήτο ημέρα ωραία. Ο δοοσερός άνεμος εμετρίαζεν εκεί, επί των υψωμάτων, την θέρμην του θερινού ηλίου.

Εγνώριζα ότι σημαίνει στόλον, αλλά περί τίνος στόλου επρόκειτο; Επερίμενα ανυπόμονος να εξημερώση, μη γνωρίζων τι συμβαίνει και προοιωνιζόμενος νέα πάλιν δεινά. Ανεπόλουν άκων την πρώτην εκείνην εν Σμύρνη νύκτα, ότε μ' εξύπνησαν των Τούρκων οι αλαλαγμοί. Προς τα χαράγματα ήλθεν η μήτηρ μου και αναλαβούσα την θέσιν της πλησίον του ασθενούς μ' έστειλε ν' αναπαυθώ.

Κ' ενώ όλο το Κάστρον ανεπόλουν, και το Κάστρον ελυπούντο και το ερρέμβαζον, και το είχον εις το στόμα, δεν έπαυον όμως να κτίζωσιν οικοδομάς εις τον νέον συνοικισμόνόπως αποδειχθή διά μυριοστήν φοράν ότι οι άνθρωποι συνήθως άλλα σκέπτονται και άλλα κάμνουν, και ότι μιμούνται αλλήλους μηχανικώς. Ούτω λοιπόν, μετά δύο εβδομάδας από του αρραβώνος ετελέσθη ο γάμος. Ούτως ηθέλησεν η πενθερά.