United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτα ηγάπησε μίαν Τουρκοπούλαν, καθώς έλεγαν, την έκλεψεν, από ένα χαρέμι της Σμύρνης, την εβάπτισε και την ενυμφεύθη.

Άοπλοι, απροστάτευτοι, ταπεινωμένοι από την δουλείαν, εκτεθειμένοι εις του πρώτου εξηγριωμένου Τούρκου την οργήν ή και την μάχαιραν, άνευ της ελαχίστης ελπίδος του να τύχωμέν ποτε δικαιοσύνην ή καν εκδίκησιν, πώς ήτο δυνατόν ημείς, οι ταπεινοί έμποροι του Χανίου της Σμύρνης, να έχωμεν γενναιότητα; Προς τι ηδύνατο η γενναιότης να μας χρησιμεύση; Υπομονήν μόνον είχομεν, μας εχρειάζετο δε υπομονή πολλή, διότι η ζωή μας έκτοτε ήτο διαρκής αγωνία και μακρόν μαρτύριον.

Εάν η Κυβέρνησις αυτή του Σουλτάνου απετόλμα τοιαύτα εις την πρωτεύουσαν κατά των αρχηγών, κατά των προκρίτων του γένους, οποίους κινδύνους διετρέχομεν οι άσημοι ραγιάδες ημείς εκ της αχαλινώτου θηριωδίας των Τούρκων της Σμύρνης, και έτι μάλλον των της Ανατολής ;

Είχεν αρρωστήσει σ' ένα ταξείδι προ δύο ετών και πλέον, κ' οι ιατροί της Σμύρνης, είτα κ' οι καθηγηταί των Αθηνών, τω είχον επιβάλει δίαιταν. Ίσως είχε ψαμμίασιν, ή μάλλον διαβήτην επιπλεγμένον με άσθμα. Πώς να τρέφεται αυτός με γάλα, και να πίνη πτισάνην, ή ολίγον χλιαρόν νερόν; Αυτός έβλεπε το μπαρπουνοκέφαλο και του ήρχετο να το αρπάξη από την χείρα του ναύτου ή του ομοτραπέζου του.

Εγνώριζα κάλλιστα τας οδούς της Σμύρνης, αλλ' οποίας οδούς διηρχόμην δεν έβλεπα, ουδέ τώρα ενθυμούμαι. Ενθυμούμαι μόνον, ότι εις μίαν του δρόμου στροφήν είδα του Χανίου μας την θύραν αντικρύ μου και την ανεγνώρισα. Ήτο ημίκλειστος. Δεν γνωρίζω πώς ευρέθην εντός του Χανίου, εις το δωμάτιόν μου, πλησίον του πατρός μου. Όλα ταύτα έμειναν συγκεχυμένα εις την μνήμην μου.

Ένεκα των ιδεών του τούτων, έτρεφεν εξαιρετικήν υπόληψιν προς τον Σαϊτονικολήν, όστις διά της μεγάλης του φιλοπονίας είχε δεκαπλασιάσει την περιουσίαν του και, όταν επανήλθεν εκ Σμύρνης, τον εύρε μεταξύ των πρώτων νοικοκύρηδων του χωριού.

Μετά τον συμβιβασμόν τούτον, οι αρχαίοι κάτοικοι της Σμύρνης διενεμήθησαν μεταξύ των ένδεκα Αιολικών πόλεων και επολιτογραφήθησαν εις αυτάς. Υπάρχουσι λοιπόν επί της ηπείρου ένδεκα Αιολικαί πόλεις, εκτός των της Ίδης, διότι αύται είναι χωρισταί. Οι Λέσβιοι λοιπόν και οι Τενέδιοι, ως και οι Ίωνες οι κατοικούντες τας νήσους, ουδένα φόβον είχον.

Ο Ύψιστος εν τούτοις ηυλόγει τους κόπους μας. Το ισοζύγιον εκάστου έτους ήτο παχύτερον του προηγηθέντος, και η εμπορική μας υπόληψις εστερεούτο επί μάλλον και μάλλον εις την αγοράν της Σμύρνης. Άλλως τε,― δύναμαι μετά υπερηφανείας να το είπω,― απ' αρχής ο πατήρ μου είχεν αποκτήσει όνομα καλόν και υπόληψιν άκραν, διότι ήτο τιμιώτατος και ακριβέστατος εις τας συναλλαγάς του.

Είχεν ακούσει προσέτι και το &Άξιόν εστιν& εις την γλώσσαν εκείνην: «Ντόστονο εστ γιακοβώ, ιστίνο μπλαζίτιτια Μπογορόδιτς...» Εις την Σαλονίκην πάλιν είχεν εκμελετήσει τα ήθη των Εβραίων, και διηγείτο πώς ένα χωριατόπουλο, πρώτην φοράν ελθόν, και ιδόν Εβραίον με μακρά ρούχα και γένεια, τον εξέλαβεν ως παπάν, κ' έσπευσε να βάλη μετάνοιαις· τότε πλήθος Ιουδαίων ελθόντες ενέπαιζον την ακακίαν του παιδίου, απαιτούντες όλοι την ιδίαν χριστιανικήν υπόκλισιν, και λέγοντες: «Κάμε και τούτο το παπά, μετάνοια, κουζούμ· κάμε και τ' άλλο το παπά μετάνοια... » Εις την Σμύρνην πάλιν είχεν ακούσει τόσες περιπαθείς πατινάδες εις τον Φραγκομαχαλάν, και είχεν απολαύσει εις την Αγίαν Φωτεινήν την ψαλμωδίαν του «Νικολάου Σμύρνης».

Την αυτήν εκείνην ημέραν μετέβην εις Μύκονον και ηύρα τον φίλον μου υποπρόξενον, όστις κατεχάρη ιδών με και με ανήγγειλεν ότι τα δύο κιβώτια μας εστάλησαν εκ Σμύρνης εις Τήνον, και ότι ανέθεσεν εις τον εκεί συνάδελφόν του του περιεχομένου την εκποίησιν, μου έδωκε δε επιστολήν προς αυτόν, όπως με αναγνωρίση ως ιδιοκτήτην.