United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εις ό,τι είναι γένεσις η ηδονή, εις τούτο είναι καταστροφή η λύπη. Δι' αυτό και ονομάζουν την μεν λύπην έλλειψιν της φυσικής υπάρξεως, την δε ηδονήν αναπλήρωσιν. Αυτά δε τα πάθη είναι σωματικά. Αφού λοιπόν η ηδονή είναι αναπλήρωσις της φυσικής καταστάσεως, τότε ίσως απολαύσει εκείνο, με το οποίον γίνεται η αναπλήρωσις, επομένως το σώμα. Και όμως δεν φαίνεται πιθανόν.

Μα πώς θέλεις κάμει, της είπεν ο Βασιλεύς. Εγώ ηξεύρω, απεκρίθη η βάγια, πολλές ιστορίες, και παραδείγματα πολλά περίεργα, των οποίων οι διήγησες, δουλεύοντας εις διασκέδασιν της βασιλοπούλας, ημπορούν εις τον ίδιον καιρόν να της εξαλείψουν από την φαντασίαν την πλάνην, που διά τους άνδρας αδίκως την κυριεύει, και με μόνον τρία ιστορικά παραδείγματα που θα της διηγηθώ, ελπίζω να την κάμω να γνωρίση το σφάλμα της, και να γνωρίση πως εστάθηκαν άνδρες πολλά πιστοί, σταθεροί και ευχάριστοι προς τας γυναίκας και τες αγαπητικιές των· και χωρίς αμφιβολίαν εγώ ελπίζω να την κάμω με εύμορφον τρόπον, να πιστεύση ότι και την σήμερον ευρίσκονται πολλοί παρόμοιοι· και κοντολογής άφησε εμένα, ω βασιλέα μου να κάμω εκείνο που ηξεύρω, και στάσου αναπαυμένος και ήσυχος, και θέλεις απολαύσει το ποθούμενον.

Εγώ, ήξευρε, πως έχω ένα απόκρυφον ιατρικόν εις κάθε αρρωστίαν να την ιατρεύη με ευκολίαν· αυτό έως την ώραν δεν το εφανέρωσα κανενός και διά να σε ευχαριστήσω και να σε ιδώ ήσυχην, θέλω να το φανερώσω διά τες ιατρείες που θέλομεν με αυτό κάμει θέλουν παρακινηθή να τρέξουν πολλοί ξένοι απ' όλον τον κόσμον, ακούοντες τέτοια θαυμαστά πράγματα, εις τούτο το νησί, και από το πολύ πλήθος των ξένων, που μέλλουν να έλθουν, ελπίζω να ήθελεν έλθη και ο άνδρας σου με τον Ραβά και οι άλλοι που σε εκατάτρεξαν, και έτσι θέλεις απολαύσει το ποθούμενον.

Εγώ δε ονομάζομαι ο προφήτης Χεδέρ, και κατοικώ εδώ καθώς σου είπα· εις εσένα μοναχά στέκει να ζήσης μαζή μου· ημείς μαζή θέλομεν κάνει το προσκύνημά μας, και θέλομεν απολαύσει τες τρυφές ετούτου του κατοικηρίου, που εις την γη δεν ευρίσκεται· εμείς εδώ δεν ηξεύρομεν μεταλλαγές καιρών· πνέει ένας αέρας πάντοτε τερπνότατος και συγκερασμένος· μία παντοτινή άνοιξις βασιλεύει η νύκτα ποτέ δεν εξαπλώνει το σκότος της και η ημέρα που μας φωτίζει είναι πάντα καθαρή και ξάστερη.

Αναχθέντες συναντώμεν εν απολαύσει δεινού μεγαλείου δύο μπάρκα, με της γάμπιαις μόνον, ένθεν και ένθεν ημών, εκτελούντα την λοξοδρομίαν των προς την Μιτυλήνην, άτινα ως κήτη θαλάσσια με τας κοιλίας των θαρρείς εκυλίοντο πλησίον ημών, ασθμαίνοντα, στένοντα, υπό αφρών και άχνης καλυπτόμενα· ως δαιμόνια μαύρα οι ναύται ίσταντο παρά την κωπαστήν, κρατούντες τα σχοινία εις χείρας, οι δε πρωραίοι φρουροί των, κουλουριασμένοι κέρβεροι εις την πρώραν, ως ξύλινοι εκάθηντο εκεί μαύροι, κυματόβρεκτοι.

Υπό στρώμα φύλλων κατεκαλύφθη το έδαφος της γης, και δεν επόθησα την σκιάν, ην δεν είχον απολαύσει. Και τώρα τι μέλλομεν; Η γη ολισθηρά, το πεπρωμένον ωθεί, τα γόνατα τρέμουσιν. Η ψυχή αγωνιά, το στόμα δέεται, ο ουρανός κωφεύει. Τα γεγονότα σπεύδουσιν, οι εχθροί αγρυπνούσι, με καταδιώκουσι. Θεοί, θεοί τι θα πράξω!

Η Ρεσπίνα μ' όλο που ήτον θυμωμένη με την τόλμην του ανδραδέλφου της, του ωμίλησε με γλυκά λόγια, και τον επερικάλεσεν, να μην της ήθελε πλέον μιλήση τέτοια λόγια, παραστάνοντάς του την καταφρόνησιν και αισχύνην, που έκανε του αδελφού του, και τον ολίγον καρπόν που ήθελεν απολαύσει δι' αυτούς τους μιαρούς του στοχασμούς.