United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είναι μία βασίλισσα που να βασιλεύη εις την καρδίαν μου, αυτή είναι μία γυναίκα ταπεινής καταστάσεως που με κυριεύει. Θέλω λοιπόν να σας διηγηθώ αυτήν την ιστορίαν· δεν είχα γνώμην ποτέ να σας, φανερώσω ένα παρόμοιον απόκρυφον, μα με το να μου δίδετε την αιτίαν θέλω να το κάμω πασίδηλον. &Ιστορία της ωραίας Αροούγιας.&

Και αυτά μεν έπαθα και εγώ και άλλοι πολλοί εκ των αυλημάτων του σατύρου τούτου· ακούσατε δε τόρα και άλλα, διά να ιδήτε ότι και όμοιος είνε προς ό,τι εγώ τον παρωμοίασα και την δύναμιν πόσον θαυμασίαν έχει. Διότι πρέπει να μάθετε ότι κανείς από σας δεν τον γνωρίζει καλά· εγώ όμως, αφού ήρχισα, θα τον φανερώσω οποίος είνε.

Αλλ' αν μου υποσχεθής να κρατήσης μυστικόν ό,τι θα σου πω, θα σου φανερώσω την αληθινήν αιτίαν που ομιλώ ως άνθρωπος και πώς μου συνέβη αυτό. ΜΙΚ. Μωρέ, μήπως εξακολουθώ να ονειρεύωμαι και σ' ακούω στον ύπνο μου να μου μιλάς έτσι; Αλλά τέλος πάντων πες μου, σε παρακαλώ, καλέ μου κόκορα, πώς απέκτησες την ανθρωπίνην φωνήν.

Ο βεζύρης εθαύμασε το φαινόμενον, και λέγει· τούτο βέβαια είναι πράγμα μυστηριώδες, και πρέπει να το φανερώσω καταλεπτώς εις τον βασιλέα· και ευθύς επρόσδραμεν εις τον βασιλέα και του διηγήθη όλον το τερατώδες φαινόμενον καταλεπτώς.

Ο Αμπτούλ ευθύς έμεινεν εκστατικός εις την μεταβολήν της, και άρχισε να την ερωτά με γλυκά λόγια τι της συνέβη έτσι έξαφνα, και τι είνε η αιτία αυτής της μεταβολής; Κύριε, απεκρίθη η βεζυροπούλα, η αιτία της μεταβολής μου είνε πολλά μεγάλη· και άκουσον να σου την διηγηθώ· επειδή και αποφάσισα να λύσω την σιωπήν, και να σου φανερώσω τον δόλον.

Αλλά σεις, άξιο ζευγάρι, — μπορούσα, κύριοι, να σύρω απάνω σας την οργή της Μεγαλειότητάς του, και να σας αποδείξω προδότες· τώρα δεν θέλω να φανερώσω τα μυστικά. ΣΕΒΑΣΤ. Ο πειρασμός μιλεί μέσα του.

Και τότε μεν δεν είπε περισσότερα· βραδύτερον όμως, μετά είκοσι περίπου ημέρας, καλέσας τους λογιμωτάτους των εις τα Εκβάτανα ευρισκομένων Περσών, τοις είπε τα εξής· «Ω Πέρσαι, αναγκάζομαι να σας φανερώσω πράγμα το οποίον υπέρ παν άλλο ετήρουν μυστικόν.

ΚΡΕΟΥΣΑ Ψυχή μου! πώς να σιωπήσω και πώς ν' αφήσω τη ντροπή, τους έρωτες να φανερώσω τους σκοτεινούς;. . . τι μ' εμποδίζει;. . . Την αρετή για ποιόν κρατούμε όταν ο άνδρας μας προδίνη; Σπίτι δεν έχω, παιδιά δεν έχω και η ελπίδες μου πάνε χαμένες που δεν εμπόρεσα να της κρατήσω, και για τα τέκνα εσιωπούσα και για το γάμο το θλιβερό.

Δεν έλειψα και εγώ από το άλλο μέρος εις το να της φανερώσω την μεγάλην μου ευχαρίστησιν, διά την τιμήν που μου έκανεν, υψώνοντάς με εις τόσην μεγαλειότητα, και στερεώνοντάς μου μίαν τόσην ευτυχίαν, που ήθελεν είνε αξία του φθόνου κάθε βασιλέως. Εις αυτά τα λόγια αυτή με αντέκοψε λέγοντάς μου.

ΚΡΕΟΥΣΑ! Τούτο θα ειπώ, τη συφορά να σου τη φανερώσω. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και πως τον κράτησες κρυφό του Απόλλωνος το γάμο; ΚΡΕΟΥΣΑ Εγέννησα• περίμενε και θα τ' ακούσης, γέρο. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πού, ποιός σε ξεγέννησε; εγέννησες μονάχη; ΚΡΕΟΥΣΑ Μονάχη, μέσα στη σπηληά που είχα γνωρίση εκείνον. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Που είνε το παιδί,—να ειπής και συ παιδί πως έχεις; ΚΡΕΟΥΣΑ Πέθανε, γέρο• στα θεριά μονάχο το είχ' αφήση.