United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Χεδέρ καταλαμβάνοντας μίαν ημέραν την ανησυχίαν μου, είπε· γνωρίζω πολλά καλά, ότι ήθελες να είσαι εις την Μπάσραν και με το να μην είναι αρκετές οι ηδονές ετούτου του περιβολιού να σε κρατήσουν πλέον, αποφάσισα να πληρώσω την επιθυμίαν σου. Λέγοντας έτσι, εσήκωσε τους οφθαλμούς του εις τον αέρα και βλέποντας ένα μικρόν σύννεφον επάνωθέν μας το εσταμάτησε και το ερώτησε πού πηγαίνει.

Μα εσύ μου εγλύτωσες με την έγνοια των θεών για νάχουμε περισσότερους γεροκόμους. Μήτε λοιπόν εσύ να μου φυλάξης ποτέ πάθος για το πέταμα, επειδή δεν το αποφάσισα θέλοντας, μήτε κ' εσύ Άστυλε να λυπηθής, ότι θα πάρης ένα μερίδιο αντί για όλη την περιουσία. Μα ν' αγαπάτε ο ένας τον άλλο κι όσο για πλούτη και με βασιλιάδες παραβγαίνετε.

Τότε αυτή ακολουθώντας την ομιλίαν της μου λέγει· Εσύ, στοχάζομαι πως έχεις μίαν μεγάλην ανυπομονησίαν διά να μάθης εκείνο που έχω να σου μιλήσω, και σε συμπαθώ· μα σαν μάθης, ελπίζω πως θα χαρής μεγάλως· ήξευρε λοιπόν ότι αφόντις και σε είδα, έλαβα μεγάλην κλίσιν διά εσένα και σπλάγχνος· και όχι μόνον αποφάσισα διά να σου φυλάξω την ζωήν, αλλά επιθυμώ διά να σε κάμω και αγαπητικόν μου, και σε προτιμώ από τους πρώτους αξιωματικούς της αυλής του πατρός μου, που είνε συστημένοι διά τες νοστιμάδες μου.

Λαμβάνοντας το λοιπόν τα φλωριά και την ελευθερίαν μου, εβγήκα από την Γολκόνδα, και ερχόμενος εις το παραθαλάσσιον ηύρα ένα καράβι, εις το οποίον εμβαίνοντάς με ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το Σουράτ. Εκεί αποφάσισα διά να σταθώ έως που να εύρω κανένα άλλο καράβι, με το οποίον να επιστρέψω εις την Μπάσραν. &Συμβεβηκός Δ'. του Αμπουλβάρη.&

Η εφημερίδα δεν έλεγε άλλο τίποτε. Ξέχασε το σπουδαιότερο θύμα της πλημμύρας. Το καλοκαίρι εκείνο αποφάσισα να πάω να περάσω κανένα μήνα στην πατρίδα. Από την εποχή της πλημμύρας δεν είχα ξαναϊδεί τον περίφημο πατριώτη μου. Ντρεπότανε, φαίνεται, κι' ο ίδιος να με ιδή. Σαν έμαθε πως είμαι για ταξίδι, ήλθε να μ' ανταμώση, ταπεινός αύτη τη φορά και συμμαζεμμένος.

Θα σε συχνοθυμούμαι. Βγήκα στο ταξίδι με την ιδέα πως στην Ελλάδα όλα θα μου φανούν όμορφα κι ωραία. Μα μη νομίζης πως σου κάνω τον έπαινο, μόνο και μόνο, γιατί αποφάσισα να παινέσω τον καθέναν και το καθετί. Όχι! Εσύ τιμάς τον ελληνισμό. Και δεν πρέπει αμέσως κι απαρχής να το πούμε; Θρησκεία και πατριωτισμός το ίδιο είναι στην Ελλάδα. Τη θρησκεία την αφίνω ήσυχη· ήσυχους και τους παππάδες.

μουρμούρισε, τυλίγοντας την κλωνά στο δάχτυλό της και στο δάχτυλο της Αννίτσας. — Άκουσε, Αννίτσα, της είπε σε λίγο. Είμαστε για ταξίδι Το αποφάσισα. Θα πάμε στην Αθήνα. Ο παπάς εκατό φορές μου τώχει γραμμένο: «Τι κάθεσαι, χριστιανή, έρημη και παντέρημη στο νησί; Τα γονικά σου αναπαυτήκανε, ταδέρφια σου ξενητευτήκαν, παιδί σκυλί δεν έχεις σιμά σου.

Τέλος πάντων, αποφάσισα. Εντάξει, δεν το αρνιέμαι: η Νοέμι είναι ωραία και μου αρέσει, πάντα μου άρεσε, για να σου πω την αλήθεια. Τι τα θέλεις όμως; Η ζωή περνάει κι εμείς την αφήνουμε να τρέχει σαν το νερό στο ποτάμι, και μόνο όταν την χάνουμε καταλαβαίνουμε ότι μας λείπει.

Μα αλλοί εις εμέ, που αντίς αυτή να συντριβή η καρδιά της από το παθητικόν μου λάλημα, εγελούσε και ελάμβανε ηδονήν ομού με μίαν σκλαβοπούλαν που την αγαπούσε. Εγώ αποφάσισα να μείνω εις εκείνο το περιβόλι, και ούτω διά πολλές ημέρες έκανα το ίδιον, και ελάμβανα κάποιαν ευχαρίστησιν να θεωρώ την αγάπην μου, με όλον που ήμουν ένα πουλί.

Μας χάλασε η επανάσταση, του είπαν οι χωριανοί. — Τι λέτε; Αλήθεια;... Ας είναι. Μου τα λέτε ύστερα..... «Δε μου έκανε η καρδιά να χτυπήσω κανενός θύρα κι' αποφάσισα να περάσω όλη την νύχτα στο δρόμο, κι' άμα φέξη να ιδώ μια φορά με τα μάτια μου το χώμα που πέρασα τα παιδιακάτα μου κι' ύστερα να φύγω, να φύγω, κι' εγώ να μην ξέρω πού να πάγω.