United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα αλλοί εις εμέ, που αντίς αυτή να συντριβή η καρδιά της από το παθητικόν μου λάλημα, εγελούσε και ελάμβανε ηδονήν ομού με μίαν σκλαβοπούλαν που την αγαπούσε. Εγώ αποφάσισα να μείνω εις εκείνο το περιβόλι, και ούτω διά πολλές ημέρες έκανα το ίδιον, και ελάμβανα κάποιαν ευχαρίστησιν να θεωρώ την αγάπην μου, με όλον που ήμουν ένα πουλί.

Η παιδίσκη έσφιγγε σφοδρώς τον τράχηλον του αγνώστου, αλλ' ούτος ήτο ισχυρότερος και επί τέλους κατώρθωσε ν' αποσπάση τους βραχίονας αυτής... Φοβερόν και παθητικόν ήτο το θέαμα της αντιστάσεως της μικράς ταύτης κόρης, υπερασπιζούσης την ζωήν της κατά των αγώνων του παραδόξου εκείνου ανθρώπου.

Διότι, αφού είναι όμοια και έχουν εκ φύσεως συμφωνίαν μεταξύ των το παθητικόν και το ενεργητικόν, είναι προωρισμένον να συμβαίνη πάντοτε το ίδιον. &Αδύνατος η συνεχής ηδονή&. ― Πώς λοιπόν κανείς δεν ημπορεί συνεχώς να αισθάνεται ηδονήν; Ή μήπως διότι και αποκάμνει; Διότι όλα τα ανθρώπινα δεν είναι δυνατόν να ενεργούν κατά συνέχειαν. Επομένως δεν υπάρχει ούτε συνεχής ηδονή.

Υπήρχε περιπάθεια βαθυτέρα του συνήθους εις το θέαμα, και διά τούτο πιθανώς, παρά τη εκπαθεί εκείνη φυλή, πένθος αγριώτερον και ειλικρινέστερον ή οι συνήθως οδυρμοί. Διότι ο νέος ήτο, κατά το ύφος το απλούν και παθητικόν, το οποίον ησθάνοντο και βαθύτερον τα Ιουδαϊκά ώτα, «Μονογενής τη μητρί αυτού, και αυτή χήρα».

Εξεκίνησεν η μικρά πομπή, προπεμπομένη από το παθητικόν πλούσιον μυρολόγι της υψηλοσώμου κόρης Πλουσίας, και την στιγμήν εκείνην, επάνω εις το ηλιακωτόν της γείτονος οικίας εφάνησαν, ως φαντάσματα της ημέρας, ως στήλαι ακίνητοι, να ίστανται δύο γυναίκες· μία μαυροφόρα, και μία με πολίτικην μανδήλαν χρωματιστήν, χρώματος «λαδί». Ήσαν η Κακαβάραινα και η κόρη της η Μελαγχρώ.

Διότι ενθυμείσαι βεβαίως ότι αυτό ελέγαμεν και προηγουμένως, ότι δηλαδή κανέν δεν είναι έν μόνον του, ούτε πάλιν το ενεργητικόν ή παθητικόν, αλλά από αυτά τα δύο, αφού πλησιάσουν μεταξύ των, γεννώνται αι αισθήσεις και τα αισθητά και άλλα μεν αποκτούν μίαν ωρισμένην ποιότητα, άλλα δε την αίσθησιν αυτής. Θεόδωρος. Πώς δεν το ενθυμούμαι; Σωκράτης.

Η ζωή περιέχει στοιχείον ενεργητικόν και έτερον παθητικόν, αρχήν κινούσαν και πράγμα κινούμενον, είδος και ύλην. Το είδος είναι η κινούσα, η ποιητική αιτία, ήτις πραγματοποιεί τας δυνάμεις του μερικού σώματος και υψώνει αυτό εις την τελείαν, την αληθή πραγματικότητα αυτού. Άνευ της ψυχής το σώμα είναι άμορφος ύλη.

Διότι βεβαίως, συμφώνως προς όσα παρεδέχθημεν, το ενεργητικόν και το παθητικόν εγέννησαν μαζί γλυκύτητα και αίσθησιν, τα οποία και τα δύο κινούνται μαζί, και η μεν αίσθησις προερχομένη από το παθητικόν μέρος έκαμε την γλώσσαν να αισθάνεται, η δε γλυκύτης μεταβαίνουσα από τον οίνον προς αυτόν, κατέστησε τον οίνον γλυκύν διά την υγιή γλώσσαν, όχι μόνον να φαίνεται, αλλά και να είναι. Θεαίτητος.

Είναι δε επίσης φανερόν ότι είναι και εις τον ανώτατον βαθμόν ηδονικά, όταν και η αίσθησις είναι τελειοτάτη και το πράγμα ως προς το οποίον ενεργεί. Αφού δε είναι τοιαύτα και το αισθητόν και το αισθανόμενον, πάντοτε θα υπάρχη ηδονή, διότι υπάρχει βεβαίως το ενεργητικόν και το παθητικόν.

Εψέλλισεν η μήτηρ, αποτεινομένη προς την κόρην της, ήτις ακούσασα μέσα εις τον ύπνον της την γνωστήν φωνήν του και αναμνησθείσα τας ημέρας τας καλάς του έρωτος και της ευτυχίας, επετάχθη από το στρώμα και έτρεξεν εις το τρυπημένον παράθυρον, ακροωμένη το παθητικόν άσμα και την ωραίαν φωνήν του, την μελωδικήν και απατηλήν, με την οποίαν την πρώτην φοράν την είχε γελάσει την ωραίαν κόρην ο μονόχειρ πλην μάγος μνηστήρ εκείνος.