United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ν' αποσπάση εκείνο το διαφανές εκ χρυσού και αργύρου και λίθων δίκτυον με το οποίον το περιέβαλλεν, ως θρησκομανής θαυματουργόν εικόνα και να τ' αφήση γυμνόν, κατησχυμένον, με το ευτελές ξύλον και τον σίδηρον μόνον όπως οι καπεταναίοι της εποχής του εγύμνωνον των όπλων τους δειλούς στρατιώτας.

Το βλέμμα του δε προσηλώθη εις σημείον τι του δαπέδου, εξ ου δεν ηδύνατο να το αποσπάση, ως να ήτο διά μαγγανείας κεκολλημένον εκεί. — Πώς σε λέγουν, φίλε μου; τω είπεν ο αρχηγός. — Νικόλα, απήντησεν ο αγρότης. — Έχεις γυναίκα; — Έχω, αφέντη. — Και παιδιά; — Έχω. — Πόσα; — Τρία, με συμπάθειο. — Και τι τέχνην κάμνεις; — Βοσκός, αφέντη.

Αφ' ης στιγμής με παρετήρησε, ήμεσε επ' εμέ όλας τας αράς των προφητών. Αι κόραι των οφθαλμών του εξέπεμπον φλόγας, η φωνή του εβρυχάτο και εσήκωνε τους βραχίονας ως να ήθελε να αποσπάση την βροντήν. Να φύγω αδύνατον!

«Εάν ο Χίλων δεν κατώρθωσε να εύρη την Λίγειαν, ο λόγος είναι ότι υπάρχει ήδη αναρίθμητον πλήθος χριστιανών εν Ρώμη και επομένως δεν γνωρίζουσιν αλλήλους όλοι και δεν δύνανται να ηξεύρουν παν ό,τι γίνεται εις την κοινότητα. Αλλά με βεβαιοί ότι άμα φθάση μέχρι των ιερέων, τους οποίους καλούσι πρεσβυτέρους, θα κατορθώση να αποσπάση απ' αυτών όλα τα μυστικά.

Αν ήτο κανείς έφηβος δεν θ' απορούσα, διότι συχνότατα σου συμβαίνει να μένης εκστατικός ενώπιον των ωραίων νέων και είνε ευκολώτερον να μετακινήση κανείς ολόκληρον το Σίπυλον παρά να σε αποσπάση από τους ωραίους, όταν στέκεσαι ενώπιόν των με το στόμα ανοικτόν και τα μάτια βουρκωμένα πολλάκις, όπως η κόρη του Ταντάλου.

Τι να σ' πω, παιδί μου; να σε ζαλίζω! επανελάμβανε πάντοτε η γραία, χωρίς ν' αποσπάση από την μαυρισμένην οροφήν τους οφθαλμούς της, πλανωμένους, θαρρείς, εκεί επάνω εις καμμίαν εικόνα της φαντασίας της, κρεμασμένην εις κάποιαν μυστηριώδη της οροφής γωνίαν. — Καμμιά φορά όμως συνήρχετο.

Και είπεν η γραία προς την νεάνιδα, μη δυναμένη ακόμη ν' αποσπάση τον νουν της από την προ μικρού συμβάσαν φοβεράν σκηνήν: — Πώς να το δώσω, κορίτσι μου, αφού δεν είνε δικό μου; Είνε του παιδιού μου. Κάθε βράδυ το γλέπω ς' τον ύπνο μου και μου λέει: θαρθώ μάννα! θαρθώ μάννα! Ψες τα βράδυ το είδα πάλι. Είνε μικρό-μικρό, ως οχτώ χρονών.

Ενήργει δε ταύτα διότι ήθελε να αποσπάση τους Λακεδαιμονίους από τον Νικίαν και να διαβάλη αυτούς εις τον δήμον παριστών ότι ουδέν ειλικρινές είχαν κατά νουν και αντέφασκον, διά του τρόπου δε τούτου να καταστήση συμμάχους των Αθηναίων τους Ηλείους και τους Μαντινείς. Τούτο και εγένετο.

Παραλείπω ότι και οι παρόντες, οίτινες προσήλθον διά να τον ακούσουν εντός τοιούτου οίκου, από ακροατών θα γίνουν θεαταί και πρέπει να έχη κανείς το ρητορικόν θέλγητρον του Δημοδόκου ή του Φημίου, του Θαμύριδος ή του Αμφίωνος ή του Ορφέως, ώστε να δυνηθή ν' αποσπάση το πνεύμα αυτών από τα θεάματα.

Εις το προηγούμενον κεφ. § 9 ο Αριστοτέλης εξήγησε την αρχήν των χυμών. Το υγρόν διηθείται διά του ξηρού και του γεώδους. O χυμός παράγει την οσμήν διαχεόμενος εις τον αέρα και εις το ύδωρ, ένθα ευρίσκει μέσον κατάλληλον να αποσπάση και να μεταδώση αυτήν. Το έγχυμον υγρόν αποτελεί τους χυμούς, εξ ου γεννάται το έγχυμον ξηρόν, όπερ αποτελεί τας οσμάς. Οσφραίνονται λ.χ. την λείαν των μακρόθεν.