Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Παρετήρουν έμπροσθεν την φοβεράν λίμνην, τ' άγρια πτηνά κατασπαρασσόμενα μεταξύ των, τα φαλακρά βουνά και την θυελλώδη και απέραντον έκτασιν, εικόνα πιστήν του βίου όστις τα επερίμενεν όπισθεν δε την ομαλήν πεδιάδα, την καταπράσινον χλόην, τας συσκίους του δάσους εκτάσεις, σιωπηλάς και γαληνίους και πέραν διά μέσου των δένδρων διέκρινον τους φαιούς τοίχους και την μαυρισμένην στέγην του πατρικού πύργου.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• «Μέντορ', ας παύσουμεν αυτά του πόνου μας τα λόγια• 240 εκείνος είναι αγύριστος• κ' ήδη του αποφασίσαν θάνατον οι αθάνατοι και μαυρισμένην μοίρα. και τώρα εγώ τον Νέστορα πράγμ' άλλο θα ερωτήσω• ότι δεν κρίνει ωσάν αυτόν κανείς, ουδέ γνωρίζει• τι λέγουν 'που εβασίλευσε τρεις γενεαίς ανθρώπων, 245 και αθάνατος μου φαίνεται 'ς την όψι, ως τον κυττάζω. ω Νηληάδη Νέστορα, συ 'πέ μου την αλήθεια• πώς έπεσ' ο Αγαμέμνονας, ο δυνατός Ατρείδης, πού ευρίσκετ' ο Μενέλαος; ποιον δόλον εσοφίσθη ο Αίγισθος, κ' εφόνευσε πολύ καλήτερόν του; 250 ή 'ς τ' Άργος το Αχαϊκό δεν ήτο, αλλά 'ς τα ξένα πλανιόνταν, κ' έτσι εθάρρεψε κείνος, κ' εφόνευσέ τον;»
Οι σιδηροί κρότοι του αγκυροβολήσαντος ατμοπλοίου κατέπνιξαν την κραυγήν της και ο Λαλεμήτρος ουδέν ήκουσεν. Επλημμύρισαν όμως τα δάκρυα τους μαύρους της οφθαλμούς, αδαμάντινα δάκρυα, της χαρμολύπης το κλαύμα, το οποίον άσπριζε πλέον, θαρρείς, διά παντός, την μαυρισμένην καρδίαν της.
Τι κάνεις, Μιλάχρω; — Δε περιμένεις, θαπώ, να ξεφουρνίσω, μόνε φωνάζεις! Είπε μετά ετοιμότητος η Μιλάχρω, εννοήσασα το λάθος της και εισαγάγουσα ταχέως την μακράν χείρα της, μαυρισμένην και ψημένην ως φουρνόξυλο, εξήγαγε το λησμονηθέν ταψίον, το οποίον τώρα είδε: — Δε ξέρω εγώ τη δ'λειά μ'!
Όλα ταύτα ήρχοντο συχνά εις την μνήμην της Αμέρσας, κ' επανήλθον ακόμη και κατά τας μακράς ώρας, της νυκτός, τας εσπερινάς και ορθρίας, οπότε αύτη έχανε τον ύπνον της εις τον οικίσκον, πλησίον της κοιμωμένης Κρινιώς, της μικράς αδελφής, ενώ η μήτηρ των απούσα κατά τας αυτός ώρας ηγρύπνει επί νύκτας τώρα, εις τον θάλαμον της λεχούς, εις την οικίαν της άλλης, της μεγάλης κόρης της, και όταν επέστρεψεν εις τον οικίσκον μετά την νυκτερινήν έξοδον, την οποίαν είχεν επιχειρήσει, ως «αλαφροΐσκιωτη» που ήτον, κατ' ακολουθίαν του ονείρου εκείνου, είδεν εις το αμυδρόν φως της κανδήλας, της καιούσης εμπρός εις την μικράν παλαιάν και μαυρισμένην εικόνα της Παναγίας, είδεν ότι η μικρά αδελφή της, το Κρινιώ, εκοιμάτο ακόμη, και δεν εφαίνετο να είχε σεισθή από την θέσιν της.
— Τι να σ' πω, παιδί μου; να σε ζαλίζω! επανελάμβανε πάντοτε η γραία, χωρίς ν' αποσπάση από την μαυρισμένην οροφήν τους οφθαλμούς της, πλανωμένους, θαρρείς, εκεί επάνω εις καμμίαν εικόνα της φαντασίας της, κρεμασμένην εις κάποιαν μυστηριώδη της οροφής γωνίαν. — Καμμιά φορά όμως συνήρχετο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν