United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι να της είπω; είπεν η φωνή, ήτις εφαίνετο όλως καταβεβλημένη και ο διάλογος τη επροξένει κάματον. — Μη καταβάλλεσαι, είπεν η Βεάτη, εννοήσασα το αίσθημα της ξένης· έχε θάρρος, σοι λέγω. — Ναι, βέβαια. — Εγώ θα πάρω τον τύπον του κλείθρου τώρα. — Του κλείθρου; — Ναι, θα κάμω αντικλείδι. — Α! είπεν η φωνή και εφάνη ότι η λέξις αύτη τη επανέφερε ζοφεράν ανάμνησιν.

Η Ρηγινιώ εισήλθε νήθουσα, εννοήσασα δε ότι έφθανεν εις πολύ ακατάλληλον στιγμήν, περιήλθε και αυτή εις αμηχανίαν, εκοκκίνισε μάλιστα και δεν ήξευρε τι να είπη.

Η δε θεια-Αννούσα, εννοήσασα τούτο, είχεν αρχίσει να ετοιμάζη την μικράν βασταγήν της, μη προσέχουσα πλέον εις την ομιλίαν, με ολόδροσον χαράν, την οποίαν της έφερνον εις το γελαστόν πρόσωπον αι αύραι των βουνών του σκιερού χωρίου της, ευωδιάζουσαν πατρίδος ευωδίαν· και ηύχετο μεγαλοφώνως εις τους περί αυτήν, ως ν' απεβιβάζετο πλέον, από τόσον μακράν: — Πάντα κατευόδιο!

Όλα τα πράγματα, ως είπομεν, έμψυχά τε και άψυχα, κιμίκρ εκάλει ο πονηρός μογιλάλος, καταρτίσας ούτω γλώσσαν απλουστάτην, μονόλεξον. — Παςτο παππού μ! Εκραύγασε τότε η χήρα εννοήσασα, ότι ήλθεν ο δεκατιστής. Και στραφείσα είπε προς τον κυρ-Δημάκην ιστάμενον κατωτέρω υψηλά, επί λόφου πυρήνας, ως κήρυκα, με το πρόσωπόν του το παχύ και στιλπνόν, εύχαριν, γαλήνιον ως να εχόρτασεν ύπνον.

Εννοήσασα τον κίνδυνον η Πολύμνια, και μη επιθυμούσα να κάμη ακούσιον λουτρόν μέσα εις τα λιμναία χόρτα, ανεκάθισε ταχεία παρά την πρύμνην, και πάλιν υπεγερθείσα, ύψωσε το λευκόν μανδήλιόν της προς τους δύο συμπότας της μικρός καλύβης και συγχρόνως ήρχισε να φωνάζη· — Ε! μπάρμπα-Λούκα!

Η μεν Ρωμαϊκή Εκκλησία εννοήσασα τούτο, ευθύς άμα είδε ψυχραινόμενον τον ζήλον των πιστών, κατέφυγεν εις τους ζωγράφους και τους γλύπτας, ως η γραία Ήρα εις τον κεστόν της Αφροδίτης, ίνα καλύψη τας ρυτίδας και ενδύση την γυμνότητά της, η ανατολική όμως, καίτοι πρεσβυτέρα της αδελφής της, είτε εκ πενίας είτε εξ υπερηφανείας επέμεινε θέλουσα να ελκύη τους πιστούς δι’ ερρίνων ασμάτων και παραβλώπων παρθένων.

Τι κάνεις, Μιλάχρω; — Δε περιμένεις, θαπώ, να ξεφουρνίσω, μόνε φωνάζεις! Είπε μετά ετοιμότητος η Μιλάχρω, εννοήσασα το λάθος της και εισαγάγουσα ταχέως την μακράν χείρα της, μαυρισμένην και ψημένην ως φουρνόξυλο, εξήγαγε το λησμονηθέν ταψίον, το οποίον τώρα είδε: — Δε ξέρω εγώ τη δ'λειά μ'!

Ακούς εκεί, αθανασία! Τέτοιαν αθανασίαν, που κάθε μια ημπορεί ν' αποκτήσηας με λείπη καλλίτερα! Τότε παρετήρησα ότι διά της ανοήτου παρομοιώσεώς μου όχι μόνον την κόρην προσέβαλον, αλλά και τον εαυτόν μου δεν εκαλοσύστησα. — Τι βλαξ όπου είμαι! είπον κατ' εμαυτόν, απορών πώς να επανορθώσω το λάθος μου. — Αλλά δεν πειράζει! είπε τότε η κόρη, εννοήσασα την θέσιν μου.

Αλλ' εσκέφθη και να επωφεληθή την ενδοτικότητα του πατρός του και εζήτησε μίαν χάριν, ο δε Σαϊτονικολής εδέχθη ελπίζων ότι και τούτο θα συνετέλει διά να επαναφέρη τον αποστάτην εις την τάξιν. Η Μαργή, φαίνεται, εννοήσασα επί τέλους ότι ο Σμυρνιός δεν ήτο όσον τον υπέθετε διορατικός εις τον έρωτα, απεφάσισε να εξαγάγη από τα βάθη της καρδίας της το μυστικόν της.

Προς αυτήν έπεμψεν ο Κύρος ανθρώπους επί τω προσχήματι να την ζητήση εις γάμον· αλλ' εκείνη, εννοήσασα ότι ο Κύρος δεν ήθελεν αυτήν αλλά το βασίλειον των Μασσαγετών, απέρριψε την πρότασιν.