United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η δυστυχής εξύπνησεν έντρομος, περιρρεομένη από άλμην και ιδρώτα. Ηύχετο πλέον, και πάραυτα το απεφάσισε, να μην κοιμηθή άλλην φοράν εις την ζωήν της, αν ήτον διά να βλέπη τέτοια όνειρα. Ο θάνατος θα είναι ο κάλλιστος των ύπνωναρκεί να μην έχη κακά όνειρα! Τις οίδε! — Μόλις το εσκέφθη, και μετ' ολίγον απεναρκώθη πάλιν.

Εύρε δε την ομάδα των επτά ή οκτώ ανθρώπων, έξω της θύρας του ναΐσκου της Παναγίας, ακριβώς καθ' ην στιγμήν η θειά τ' Αρετώ ηύχετο εις τον Στάθην να είνε άξιος ο μισθός του. — Τι τρέχει; ηρώτησεν ο Αγκούτσας. Ο Περηφανάκιας, του οποίου η γλώσσα ήτο καταληπτή εις τον Αγκούτσαν, του διηγήθη εν ολίγοις τα τρέχοντα.

Κάποιος έλεγεν• είθε να κληρονομήσω την γυναίκα μου. Αλλος δε ηύχετο να μη αποκαλυφθή η παγίς την οποίαν είχε στήση κατά του αδελφού του• τρίτος εζήτει να κερδίση μίαν δίκην και άλλος ηύχετο να νικήση εις τα Ολύμπια. Εκ των ταξειδευόντων δε ο μεν ηύχετο να πνεύση βορράς, ο δε να πνεύση νότος• ο γεωργός εζήτει βροχήν, ο δε γναφεύς ήλιον.

Ναι. . . θα σου πάρω!. . . εψιθύρισεν αφηρημένος. Κ' ενώ έσφιγγε τον μικρόν εις τας αγκάλας του, εμακάριζε τους αποθανόντας συντρόφους κ' ηύχετο να τους επανεύρη ταχέως. Το έβλεπε τεθλιμμένος ο Χειμάρρας, ότι δεν ήτο θέσις δι' αυτόν πλέον εδώ. Νέα εποχή ήρχισε, νέα ονόματα, νέα όπλα. . . Νέοι θεοί κατέβησαν εις την γην της Ελλάδος!. . .

Δεν ήλπιζε πλέον, ούτε ηύχετο σχεδόν, να ήρχετο η Σινιωρίτσα αύριον εις την πανήγυριν, όπως ήρχετο τακτικά κάθε χρόνον, άλλοτε, όταν ήσαν «μονιασμένοι», — όπως είχεν έλθει και άπαξ, εις καιρόν όπου ευρίσκοντο χωρισμένοι, προ δεκαπέντε ετών . . . Τώρα μόνον η ψυχή της Κούμπως, της αθώας μικράς παρθένου, είθε να παρίστατο αοράτως εις την πανήγυριν αγαλλομένη.

Το πρώτο του ταξείδι ήτανε για τον εαυτό του, τα δεύτερο είνε ίσως για μένα. Κ' εστέναζε τότε κρυφά, αποσυρομένη κάτω εις το κλειστόν μαγαζείον, κρυφά από την μητέρα της. Κ' ηγρύπνει εξ έρωτος και ηύχετο να εγνώριζε πού μένει ο Λαλεμήτρος, να τρέξη να γείνη δούλα του, να γείνη σκλάβα του, μόνον για να τον βλέπη.

Βλέπων ούτος τα εύμορφα του Πειραιώς πλοίαόλα στυλάδοσκαρί, ηύχετο πάντοτε να ευρίσκετο κανένας ναυπηγός έξυπνος, ο οποίος με τας τελειοποιήσεις της τέχνης να ημπορούσε να το μεταβάλη εις ευθύ και ανάλογον, τέλειον λόρδικον, το σκολιόν βρατσερί του. — Νά, κύτταξε Θωμαή, έλεγεν, ότε διήρχοντο τας μεγάλας της πόλεως οδούς.

Αλλ' όταν πρόκειται περί εκλογής, ουδείς θα προτιμήση αντί της πατρίδος του άλλην πόλιν ως λαμπροτέραν, αλλά θα ηύχετο μεν να ήτο και η πατρίς του ομοία με τας πλουσιωτέρας, προτιμά όμως αυτήν οιαδήποτε και αν είνε.

Προσέτι ο εραστής θα ηύχετο να μείνη ο αγαπώμενος άγαμος, άπαις, ανέστιος, επειδή επιθυμεί να παρατείνη όσον το δυνατόν περισσότερον χρόνον την ιδίαν του γλυκείαν απόλαυσιν.

Και ο Νέστωρ εκείνος, από την γλώσσαν του οποίου ο λόγος έτρεχεν ως μέλι, ήτο παράσιτος αυτού του Αγαμέμνονος, και ούτε τον Αχιλλέα, όστις όχι μόνον εφαίνετο, αλλά και ήτο ανδρειότατος και εναρετώτατος, ούτε τον Διομήδην, ούτε τον Αίαντα ο βασιλεύς ηγάπα και εθαύμαζεν όσον τον Νέστορα• διότι ούτε δέκα Αίαντας, ούτε δέκα Αχιλλείς ηύχετο να είχε, ενώ έλεγεν ότι προ πολλού θα είχε κυριεύσει την Τροίαν εάν είχε δέκα στρατιώτας, όπως τον παράσιτον εκείνον, καίτοι γέροντα.