United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εννοείς επομένως ευκόλως πόσον διεσκέδασα την παρελθούσαν δευτέραν, αν και δεν εχόρευσα πολύ, διότι ήμην κουρασμένη εκ προηγουμένων αγρυπνιών. Οι αντίχοροι και οι στρόβιλοι δεν παρετάθησαν, ως άλλοτε, πέραν του μεσονυκτίου, διότι η ενδιαφέρουσα, ως λέγεται, θέσις της βασιλίσσης δεν επέτρεπεν αυτή να μετάσχη του χορού, μήτε να παρατείνη πέραν του προσήκοντος την νυκτερινήν αυτής αγρυπνίαν.

Τώρα δε σκέψου και ποίος ήτο ο φονευθείς• υιός τυράννου, μάλλον δε τύραννος και αυτός και τύραννος χειρότερος και πλέον ανυπόφορος, σκληρότερος εις τας τιμωρίας του και βιαιότερος εις τας ύβρεις, το δε σπουδαιότερον κληρονόμος και διάδοχος όστις επί πολύ θα ηδύνατο να παρατείνη την δυστυχίαν μας.

Αλλ' είτα μετενόησε, σκεφθείς ότι δεν ήτο καλόν να παρατείνη το μεταξύ της στέψεως και της απομονώσεως αυτού χρονικόν διάστημα, και απεφάσισε να αναβάλη εις προσφορώτερον καιρόν τον χορευτικόν των γάμων του πανηγυρισμόν.

Βασιλεύς μεγαλόφρων, καθώς ο Ηράκλειος, αφωσιωμένος εις το καθήκον και των υπηκόων του κηδόμενος, και εν μέσω δυστυχιών δύναται να παρατείνη αγώνα εναντίον ξένου επιδρομέως, στηριζόμενος επί του λαού του. Αλλ' ο Χοσρόης, καταστρέφων την χώραν και τον λαόν του από τόσων ετών, χάριν μόνον της κενοδοξίας, εφέρετο ωμότατα και προς όλους.

Έπρεπετώρα κάθομαι εδώ σαν γρηά που μαζεύει τα ξύλα της από τους φράχτες και το ψωμί της ζητιανεύοντας από πόρτα σε πόρτα, για να ευκολύνη και να παρατείνη για μια στιγμή ακόμη την ετοιμοθάνατη και άχαρη ύπαρξή της». 14 Δεκεμβρίου. «Τι είναι αυτό, αγαπητέ μου; φοβούμαι και τον εαυτόν μου!

Έμαθα πως παντρεύγεσαι ... με τον Ανεγνώστη τον Τερερέ. Η Πηγή ανέκοψε το βήμα και ωχροτάτη τον ητένισεν· αλλά το μειδίαμα το οποίον είδεν εις το πρόσωπον του Σαϊτονικολή επανέφερε διά μιας το χρώμα της ζωής εις την μορφήν της. Δεν είπε τίποτε, αλλ' εις τα μεγάλα της μάτια ανέβλυσαν δάκρυα. Ο δε Σαϊτονικολής δεν ηθέλησε να παρατείνη την αγωνίαν της. — Για πε μου δεν τονε θες τον Ανεγνώστη;

Αλλά, μολονότι ο εξάδελφός μου απεκρίνετο με την απαιτουμένην ευγένειαν, ο γέρων ενόησεν ότι το καλλίτερον ήτο ν' αφήση το πράγμα να παρέλθη και να λησμονηθή αφ' εαυτού, ώστε, χωρίς να παρατείνη την συνδιάλεξίν, μας ηυχήθη καλόν ύπνον και μας αφήκε μόνους. Ενώ ήνοιγεν εξερχόμενος την θύραν του δωματίου, είδα έξω εις την αίθουσαν την άκραν του φορέματος της Κυρίας Σοφίας. Επερίμενε τον αδελφόν της.

Προσέτι ο εραστής θα ηύχετο να μείνη ο αγαπώμενος άγαμος, άπαις, ανέστιος, επειδή επιθυμεί να παρατείνη όσον το δυνατόν περισσότερον χρόνον την ιδίαν του γλυκείαν απόλαυσιν.

Πλην επί τέλους απειληθείς ο κυρ-Δμάκης υπό τινων ναυτικών, ιταμών εν τω δικαίω των, συγγενών της γραίας Αχτίτσας, ηναγκάσθη να δηλώση ότι τα Χριστούγεννα εφέτος θα έδενε παντρειές και θα εστεφανόνετο. Αυτός δεν ήτο νέος να παρατείνη τας γλυκείας του αρραβώνος ημέρας.

Νομίζω δε ότι είνε από τα πλέον ευχάριστα πράγματα μέγαρον τόσον ωραίον να ανοίγεται προς υποδοχήν λόγων ρητορικών και να πληρούται επαίνων και επευφημιών, να αντηχή δε, όπως τα σπήλαια, ήρεμα και να παρακολουθή τα λεγόμενα και να παρατείνη τους τελευταίους ήχους της φωνής και να επαναλαμβάνη τας τελευταίας λέξεις των περιόδων, ως προσεκτικός ακροατής, ο οποίος απομνημονεύει τα λεγόμενα και επαινεί τον ομιλούντα και τον ανταμείβει ούτω κατά τρόπον κολακευτικόν.