United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΘ. Τοιαύτη απόπειρα έγινεν ήδη και γνωρίζετε ότι οι Αθηναίοι ουδέποτε εκ φόβου παρήτησαν πολιορκίαν τινά. Εν τούτοις παρατηρούμεν όμως ότι, ενώ ανηγγείλατε ότι η παρούσα διάσκεψις σκοπόν θα έχη την σωτηρίαν της πόλεώς σας, μολαταύτα καθ' όλην την μακράν ταύτην συνδιάλεξιν δεν είπετέ τι, εις το οποίον να δύναταί τις να βασίση ελπίδα τινά σωτηρίας.

Και ο Πρωταγόρας, επειδή εντράπη, καθώς τουλάχιστον μ' εφάνη, που ήκουε και τον Αλκιβιάδην να λέγη αυτά και τον Καλλίαν και σχεδόν όλους τους παρευρεθέντας να τον παρακαλούν, μετά δυσκολίας απεφάσισε να προβή εις την συνδιάλεξιν και παρεκάλεσε τον Σωκράτην να τον ερωτά διά ν' αποκρίνεται.

Διά τον νέον, οι λόγοι ούτοι εν τοιαύτη στιγμή και υπό φωνής αγαπητής ακόμη προφερόμενοι θα εφαίνοντο οχληροί. Εφαντάσθη ότι σκοπίμως η Ακτή είχε διακόψει την θελκτικήν συνδιάλεξίν των.

Κριτίας Πρόδικε και Ιππία, ο μεν Καλλίας μου φαίνεται ότι είναι παρά πολύ υπέρ του Πρωταγόρου, ο δε Αλκιβιάδης εις ό,τι πράγμα ριφθή με τα μούτρα είναι φιλόνεικος, ημείς όμως δεν πρέπει μεταξύ μας να φιλονεικώμεν ούτε διά τον Σωκράτη, ούτε διά τον Πρωταγόρα. Αλλ' όλοι μαζί να παρακαλέσωμεν και τους δύο να μη διακόψουν εις το μέσον την συνδιάλεξιν. — Αφού δε είπεν αυτά, ο Πρόδικος είπε·

Αλλά, μολονότι ο εξάδελφός μου απεκρίνετο με την απαιτουμένην ευγένειαν, ο γέρων ενόησεν ότι το καλλίτερον ήτο ν' αφήση το πράγμα να παρέλθη και να λησμονηθή αφ' εαυτού, ώστε, χωρίς να παρατείνη την συνδιάλεξίν, μας ηυχήθη καλόν ύπνον και μας αφήκε μόνους. Ενώ ήνοιγεν εξερχόμενος την θύραν του δωματίου, είδα έξω εις την αίθουσαν την άκραν του φορέματος της Κυρίας Σοφίας. Επερίμενε τον αδελφόν της.

Και εχαιρέτα ο ιερεύς τους χωρικούς. «— Καλή 'μέρα, Κυρ Γιάννη. — Ώρα καλή, κυρά Θάναινα. — Η ευχή σου, παππά μουΠροφανώς είχον πάντες διάθεσιν δι' εκτενεστέραν συνδιάλεξιν, αλλ' ο παππάς εβιάζετο.

Η θύρα ηνοίχθη, αλλ' ουδείς εισήλθεν. Ο Μάχτος έχων τους οφθαλμούς ανοικτούς και πάσχων συνήθως εξ αϋπνίας, είδε μόνον πρόσωπά τινα εις το σκότος, ιστάμενα εκτός. Ο Πρωτόγυφτος ήρχισε σιγανήν μετ' αυτών συνδιάλεξιν. Ο Μάχτος ήκουσε μόνον ασυναρτήτους λέξεις. — Λοιπόν καιρός; είπεν είς εκτός της θύρας. — Καιρός, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος. — Κοιμώνται όλοι; ηρώτησεν αύθις ο αυτός άνθρωπος.

Επειδή είσαι νέα, έχεις ανάγκην συμβουλών. Έλεγον λοιπόν ότι ο Ρολάνδος Μαλλεόρβης είχε σχέδια. Τον ήκουον πολλάκις μονολογούντα, αλλ' ουδέν ενόουν εκ των ασυναρτήτων φράσεων, αίτινες εξέφευγον εκ του στόματός του. Αλλ' ημέραν τινά ήκουσα συνδιάλεξιν αυτού πρός τινα άλλον ιππότην, εξ ης μικρόν τι ενόησα.

Ο οδοιπόρος εκάθισε και ήρχισεν ασήμαντον συνδιάλεξιν με τον γέροντα. — Πώς πάγουν η δουλειαίς; — Πώς θέλεις να πάγουν; — Πάγουν καλά; — Στραβά και ανάποδα, απήντησεν ο Γύφτος. Γμ.. — Δεν έχετε πολλή δουλειά; .. — Τίποτα. — Δεν κερδίζετε πολλά;... — Κεσσάτια, είπεν ο Γύφτος. — Το έχουν η χρονιαίς, φαίνεται. — Λόγια. Εγώ δεν θυμάμαι καμμία διαφορά από χρονιά εις χρονιά... — Όλο τα ίδια;

Την επιούσαν ο ξένος δεν ήλθεν εις την καλύβην. Ο δε Πρωτόγυφτος ήτο όλην την ημέραν σκυθρωπός. Ψυχρότης επήλθεν, ως φαίνεται, μεταξύ των δύο ηγαπημένων φίλων, μετά την τελευταίαν συνδιάλεξιν. Αλλ' ο ξένος δεν εμνησικάκει ευκόλως, και δεν έμελλε να είνε απών επί πολύν χρόνον. Την μεθεπομένην, άμα τη ανατολή του ηλίου, ο ξένος ηυχήθη την καλήν ημέραν εις τον Πρωτόγυφτον.