United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι χρόνοι και η ανάμνηση των παθημάτων είχον μετρήσει οπωσούν τον ζήλον του αποστόλου, ώστε ουδέν επεχείρει πλέον άκοντα να κατηχήση, ουδένα άνευ της συγκαταθέσεως του εβάπτιζε πλην μόνων των νεκρών, όσους ανεύρισκε την επιούσαν μάχης παρά τας όχθας του Άλβιος και του Ρήνου· καθότι κατά την τότε επικρατούσαν γνώμην και εις νεκρούς απονεμόμενον το βάπτισμα ήνοιγεν αυτοίς τας ουρανίους πύλας.

Μετ’ ου πολύ η λέμβος ανεσύρετο παρά τας πλευράς του πλοίου, όπερ ήνοιγεν εις τους ανέμους τα ιστία· ο δε Φρουμέντιος μετά ματαίαν καταδίωξιν, εξαντλήσας τας ελπίδας και τας δυνάμεις του έκειτο άπνουν ναυάγιον επί της προκυμαίας. Ότε συνήλθεν εις εαυτόν, απώθησεν ως κακόν όνειρον την ζωήν. Αλλ’ αι ώραι παρήρχοντο, ο ήλιος εξήραινε τα ενδύματά του και δεν έπαυε το όναρ.

Αληθώς ο κυρ-Μιχάλης, φίλεργος και δραστήριος άνθρωπος πρότερον, εξ εκείνων, οπού ξεύρουν την δουλειάν των, αφότου, γοητευθείς από τας διηγήσεις του Καπετάνιου, ήρχισε να ονειροπολή την Επτάλοφον με τους ναούς της και τα αγιάσματα, παρημέλει το έργον του, ονειρευόμενος ότι ταχέως θα ήνοιγεν ένα μαγαζάκι απ' έξω από την Αγίαν Σοφίαν.

Αλλ' ο γείτων αυτών ο υποδηματοποιός έκλεισε μίαν ημέραν το εργαστήριόν του, και φήμη διέτρεξε την γειτονίαν ότι επλούτησεν αίφνης από τας μετοχάς. Οι γείτονες ηρώτησαν, έμαθον τας λεπτομερείας, και εσκέφθησαν φυσικότατα ότι πολύ ανόητοι ήσαν να κοπιώσιν ημέρας και νυκτός δι' έν τεμάχιον άρτου, ενώ το χρηματιστήριον ήνοιγεν εκεί πλησίον τας αγκάλας του.

Οι Τούρκοι είχον ιδιαίτερα καφενεία και εις τα Χριστιανικά μετέβαινον μόνον διά να εύρουν ό,τι δεν εύρισκαν εις τα δικά των, τον οίνον. Τας καθημερινάς λοιπόν ο Σμυρνιός ήνοιγεν επί τινας ώρας την καφεταρίαν, όσον ήρκει διά να ποτίση τους πελάτας του, κατά δε τας άλλας ώρας επότιζε τα δένδρα του και εκαλλιέργει τους αγρούς του.

Μία αψίς ήνοιγεν εις το βάθος βαράθρου το οποίον από το μέρος εκείνο υπερήσπιζε την Ακρόπολιν. Έν αιγόκλημα προσείρπεν επί του θόλου της, ενώ τα άνθη του εξήρχοντο εις το φως. Εις την ρίζαν ενός βράχου μικρά βρύσις ανέβλυζε ψιθυρίζουσα. Πεντήκοντα ίπποι περίπου υπήρχον εκεί, και έτρωγον την φορβήν των επί υψηλής σανίδος η οποία έφθανεν έως εις το στόμα των.

Επεριμέναμεν λοιπόν κάθε φοράν έως ν' ανοίξη η φυλακή, συνομιλούντες μεταξύ μας· διότι η φυλακή δεν ήνοιγε πολύ πρωί. Άμα δε ήνοιγεν, εισηρχόμεθα πλησίον του Σωκράτους και τας περισσοτέρας φοράς επερνούσαμεν την ημέραν όλην μαζί του· και λοιπόν και τότε συνηθροίσθημεν πρωινώτερα.

Αλλά, μολονότι ο εξάδελφός μου απεκρίνετο με την απαιτουμένην ευγένειαν, ο γέρων ενόησεν ότι το καλλίτερον ήτο ν' αφήση το πράγμα να παρέλθη και να λησμονηθή αφ' εαυτού, ώστε, χωρίς να παρατείνη την συνδιάλεξίν, μας ηυχήθη καλόν ύπνον και μας αφήκε μόνους. Ενώ ήνοιγεν εξερχόμενος την θύραν του δωματίου, είδα έξω εις την αίθουσαν την άκραν του φορέματος της Κυρίας Σοφίας. Επερίμενε τον αδελφόν της.

Η Σμάλτω τότε, έξαλλος, ήνοιγεν υπερμέτρως τους οφθαλμούς, έτεινε τα ώτα αχόρταστος και προσεπάθει να δεχθή εν εαυτή τους ήχους εκείνους όλους και βαθμηδόν βαθμηδόν ανεδίπλου το σώμα, επιθυμούσα να εναγκαλισθή ούτως ειπείν την φύσιν, να την ενστερνισθή, παραδιδομένη εις την επήρειάν της ασυνειδήτως, όπως παραδίδεται τις εις τον έρωτα.

Φάσμα πελώριου ενώπιον αυτής ανυψώθη και της αφήρεσε το έγχος, εστράφη δε προς εμέ και είπε: — Τούτο θα κατέχω εγώ. Είνε του κόσμου η κλεις, η ανοίγουσα και την εμπροσθίαν και την οπισθίαν θύραν. Θα ήνοιγεν αύτη την πρώτην· εγώ θ' ανοίξω την δευτέραν. Πύλην του κόσμου θ' αναπετάσω, αδιάφορον ποίαν και πώς. Και εχάθη και πάλιν ανεφάνη.