Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Επότιζε τους ανθώνας. Και τα γόνατά μου, μα την ασπίδα του Ηρακλέους, σου λέγω, δεν έτρεμον όταν στίφη Πάρθων ολολύζοντα μας περιεκύκλουν, έτρεμον όμως πλησίον της δεξαμενής εκείνης. Τεταραγμένος ως παιδίον, επί πολλήν ώραν δεν ηδυνήθην να προφέρω λέξιν μόνον οι οφθαλμοί μου την εκύτταζον ικετευτικώς. Ο Πετρώνιος τον παρετήρει με κάποιον φθόνον.
Ο υιός των επότιζε τον περί τον μύλον κήπον, η νύμφη των επί χαμηλού σκαμνίου έρραπτεν εισέτι, κύπτουσα διά να βλέπη, τα δε δύο της τέκνα, οι έγγονοι των δύο γερόντων, έπαιζον εκεί, και αντήχουν οι γέλωτές των. Ήτο σκηνή αληθούς ευτυχίας εκείνη. Εστάθημεν και εβλέπομεν, απολαύοντες μακρόθεν την ηδονήν της γαληνιαίας φαιδρότητάς της. Έθλιψα εν συγκινήσει την χείρα της μνηστής μου.
Έβλεπε μελαγχολικώς την Αϊμάν, ήτις επότιζε τας ρίζας των βοτάνων της, και δεν τον παρετήρει. Είτα ο νέος ήρχισε να περιπατή βραδέως, μεταξύ της καλύβης και του κήπου. Ίστατο κατά διαλείμματα και πάλιν δεν απεφάσιζεν. Επανελάμβανε δε τον περίπατόν του θλιβερώς. Ο Μάχτος είχε κάμει απόφασιν, στερράν και αμετάτρεπτον, ως ενόμιζε, να ομιλήση την εσπέραν εκείνην προς την Αϊμάν.
Οι Τούρκοι είχον ιδιαίτερα καφενεία και εις τα Χριστιανικά μετέβαινον μόνον διά να εύρουν ό,τι δεν εύρισκαν εις τα δικά των, τον οίνον. Τας καθημερινάς λοιπόν ο Σμυρνιός ήνοιγεν επί τινας ώρας την καφεταρίαν, όσον ήρκει διά να ποτίση τους πελάτας του, κατά δε τας άλλας ώρας επότιζε τα δένδρα του και εκαλλιέργει τους αγρούς του.
Απελπισία· η τύχη των δεν ήλλαξε καθ' όλου, αλλά μάλλον εδεινώθη, διότι το φως της ημέρας έκαμνε τόρα καταφανή την πένθιμον έκτασιν, εις την οποίαν επλανώντο. Η ατμοσφαίρα ήτο βεβαρυμένη υπό μολυβδοχρόων νεφών ούτε πτηνόν ηκούετο κελαδούν, ούτε δένδρον εφαίνετο πουθενά, ούτε ρύαξ, επότιζε την ατέρμονα έκτασιν, ούτε χόρτον επρασίνιζε.
Μοι είπον προς τούτοις οι ιερείς πολύτιμόν τινα μαρτυρίαν περί της χώρας ταύτης· ότι επί της βασιλείας του Μοίριος, όταν ο ποταμός ανέβαινε τουλάχιστον οκτώ πήχεις, επότιζε την κάτωθεν της Μέμφιδος Αίγυπτον, και όταν μοι έλεγον ταύτα, δεν είχον παρέλθει ακόμη εννεακόσια έτη αφότου απέθανεν ο Μοίρις.
Τα φερσίματά τους δεν ήταν σύμφωνα με τη θέση και την επιστήμη τους. Εκείνοι όμως αδιαφορούσαν. Καθένας έλεγε τη γνώμη του θεμελιωμένη στης αλήθειας τ’ ασάλευτα θεμέλια· και πάσχιζε να τη φορτώση στον άλλον με όλα τα μέσα του λόγου. Τ' αδύνατα κορμιά τους μέστωναν και ψήλωναν, λες και νέο αίμα επότιζε τις φλέβες τους.
Ο Σαϊτονικολής, αναβλέψας εις έν παράθυρον, διέκρινε μεταξύ βασιλικών και γαρυφάλων ωραίον πρόσωπον κόρης, ήτις επότιζε τα άνθη της. Και την εχαιρέτησε με στοργικήν οικειότητα: — Καλή σπέρα, Πηγιό. — Καλή σου σπέρα, μπάρμπα Νικολή, απήντησεν εκ του παραθύρου φωνή δροσερά και θαρρετή. Καλώς τον εδέχτηκες κιόλας τον ακριβοθώρετο. — Ώμορφους βασιλικούς έχεις, Πηγιό, είπεν ο Σαϊτονικολής.
Ο Θωμάς είχε σταματήσει προ του τελευταίου νερομύλου κ' επότιζε τον όνον του, ενώ ο Παπαδομάρκος επανελάμβανε τρίτην και τελευταίαν φοράν το διαλάλημα. Εκεί είχον σταματήσει και άλλοι χωρικοί και ωμίλουν περί της διαταγής, εντείνοντες την φωνήν διά να μη χάνεται εις την βοήν του μύλου.
Η Μαργή όμως όχι μόνον δεν τον ηγάπα, αλλ' ούτε να τον βλέπη υπέφερε και δεν παρέλειπε να του το δεικνύη εις πάσαν περίστασιν. Ένα δειλινόν, ενώ επότιζε τα άνθη της, επέρασεν ο Μανώλης και της εζήτησε βασιλικόν αλλ' αυτή αντί βασιλικού του έρριψε κατά κεφαλής το πήλινον αγγείον με το οποίον επότιζε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν