United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρικάταρτο καράβι πρόσμενε εκεί να φορτώση τη θλιβερή την πραμάτεια που από χώρες κι από χωριά παντούθε κατέβαινε.

Αφού έφερε γύρω όλην την ημέραν του Μεγάλου Σαββάτου, ο κυρ Κωνσταντός ο Σμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος, κτλ., επί τέλους, ως δύο ώρας προ της δύσεως του ηλίου, απεφάσισε να εξέλθη εις τα Λιβάδια έξω της πόλεως, όπου είχε δεμένον το ονάριον του, διά να το λύση, όπως φορτώση επ' αυτού την μικράν αποσκευήν του, και εκκινήση διά τον Αγ.

Δεν γνωρίζω οποίον τέλος έλαβεν η υπόθεσις, διότι, ενώ εισέτι διήρκει η διαμάχη, εγώ αποβιβασθείς ησύχως με τα δυο μου βαρέλια, εσυμφώνησα μεθ ενός των παρισταμένων χωρικών να φορτώση την πραγματείαν μου επί του όνου του, και ανεχωρήσαμεν διευθυνόμενοι προς το χωρίον του.

Τα φερσίματά τους δεν ήταν σύμφωνα με τη θέση και την επιστήμη τους. Εκείνοι όμως αδιαφορούσαν. Καθένας έλεγε τη γνώμη του θεμελιωμένη στης αλήθειας τ’ ασάλευτα θεμέλια· και πάσχιζε να τη φορτώση στον άλλον με όλα τα μέσα του λόγου. Τ' αδύνατα κορμιά τους μέστωναν και ψήλωναν, λες και νέο αίμα επότιζε τις φλέβες τους.

Τότε ο Τημουρτάς Χαν βλέποντας τον κίνδυνον, εις τον οποίον ευρίσκονταν, παίρνει την βασίλισσαν Ελμέρω την γυναίκα του, ομού και τον Καλάφ, και κάνοντας να φορτώση τα πλέον τιμημένα πράγματα που είχεν εις τον θησαυρό του εβγήκαν από την Ταρταρίαν και εκίνησαν διά την μεγάλην Βουλγαρίαν, συντροφιασμένοι με αρκετούς στρατιώτας.

Διά τούτο, όταν ανεγνώσθη η τελευταία προκήρυξις του επάρχου περί της οριστικής πλέον δημοπρασίας, ήτις θα εγίνετο εν Σκοπέλω τη 26 Δεκεμβρίου ημέρα Κυριακή, ο καπετάν-Παρμάκης εγέλασε. Και εγέλασε, διότι δεν ηπατήθη εις τους υπολογισμούς του. — Μωρέ τι έκαμες, καπετάνιο μου, θα σ' τα φορτώση! Επανελάμβανεν ο Γιωργής της Θασίτσας, φοβισμένος. — Έννοια σου Γιωργή μου, έννοια σου, παιδί μου!

Ότε δ' εφθάσαμεν εις την οικίαν, διέταξεν αμέσως τον κηπουρόν να φορτώση επί δύο ημιόνων εφαπλώματα και ζωοτροφίας και να υπάγη να προειδοποιήση τους γέροντας περί της ελεύσεώς μας, και να μας περιμείνη μετά των ζώων εκεί. Άμα ο κηπουρός ανεχώρησεν, ο πατήρ μου μ' έκραξεν εντός του κοιτώνος, όπου είχε κλεισθή μετά της μητρός μου. Τους ηύρα παραγεμίζοντας σάκκον με σκεύη αργυρά και άλλα πολύτιμα.

Δεύτερον δε, και αν ακόμη κανείς αποκτήση τελείως την τέχνην να γνωρίζη ότι αυτά επλάσθησαν ούτω πως, συγχρόνως όμως κυριαρχήση ανευθύνως και απολυταρχικώς εις την πόλιν, δεν θα ημπορέση ποτέ να μείνη πιστός εις αυτήν την γνώμην και διαρκώς το μεν κοινόν να το θεωρή προτιμότερον, το δε ατομικόν ως κατώτερον του κοινού, αλλά πάντοτε θα τον παρασύρη η θνητή φύσις του εις πλεονεξίαν και αυθαιρεσίαν, διά να αποφύγη ασυλλογίστως την λύπην και να επιδιώξη την ηδονήν, από δε το δικαιότερον και καλλίτερον θα προτιμήση αυτά τα δύο, και προξενούσα εις τον εαυτόν της σκοτισμόν θα φορτώση αυτόν από όλα τα κακά καθώς και ολόκληρον την πόλιν.

Εκεί στο Διβάκι, σα χωρίστηκε πρώτα η γυναίκα με τα τρία παιδιά της από την Καλλίτσα κι από το Γιανάκη, και κατόπι πάλε ο Γιανάκης από την Καλλίτσα, και τοιμάζουνταν ένας Αράπης να φορτώση τη δύσμοιρη την κόρη μας και να την κατεβάση στο λιμάνι για το Μισίρι, τι άλλο να δη η σκλαβωμένη η μάννα της από το παράθυρο του σπιτιού που την είχαν κλεισμένη, παρά την Καλλίτσα σε κοφίνι μέσα απάνω στάλογο, ξεκινώντας για το ταξίδι της αλησμονησιάς και της ατιμίας!