United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν είδε μακρόθεν τον πατέρα, τον κηπουρόν, να τρέχη προς τα εδώ, εγύρισε το σώμα με την κεφαλήν κάτω, και το εκράτει προσωρινώς ούτω διστάζουσα και έντρομος. — Τι είναι; . . . Τι τρέχει; έκραξεν εν άκρα απορία ο Γιάννης. — Να! καλά που βρέθηκα! εφώναξε προς τούτον η Φραγκογιαννού . . . Ηρχόμην από τον Ανάγυρο με το κοφίνι μου.

Ημείς δε ήλθομεν εις Άγιον Γεώργιον διά ν' αποφύγωμεν τους Τούρκους! Και ούτε ο σύντεκνος εις το χωρίον ούτε ο κηπουρός μας, ημείς δ' εκεί εις τον δρόμον, απηυδημένοι, άνευ τροφής, άνευ καταφυγίου, άνευ οδηγού! Ο χωρικός μας ελυπήθη και μας εδέχθη εις την καλύβην του. Εισήλθομεν όλοι εντός αυτής και εκαθήμεθα περιμένοντες τον κηπουρόν. Από της πρωίας ήμεθα άσιτοι.

Απεζωώθημεν υπό το κράτος του τρόμου ! Διά της βίας ο γέρων θείος μου ηνάγκασεν επί τέλους τον πατέρα μου να φύγωμεν. Εφορτώσαμεν λοιπόν εκ νέου εφαπλώματα και ζωοτροφίας επί των ημιόνων και εστείλαμεν εμπρός τον κηπουρόν με οδηγίας να μας περιμένη εις τον Άγιον Γεώργιον, χωρίον κείμενον εις τα δυτικώτερα της νήσου, όπου ο πατήρ μου ενθυμήθη ότι είχε χωρικόν σύντεκνον.

Επέρασαν έξω από το βουρδουναριό, αντικρύ της σιδηράς πύλης του Κοινοβίου, ήτις ήτο κατάκλειστος. Άλλως, γυναίκες ποτέ δεν επήρχοντο εις το ιερόν περίβολον. Κατήλθεν εις τους κήπους όπου είχε συναντήσει την πρωίαν τον καλόγηρον, τον κηπουρόν, όστις της είχε ειπεί διάφορα ρητά από το Ψαλτήριον, τα οποία αυτή δεν ενόει, αλλ' αορίστως υπώπτευεν ότι προσηρμόζοντο κάπως εις την θέσιν της.

Διά τούτο ο μπάμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος εφρόντισε κ' εύρεν ένα καλόν κηπουρόν εργατικόν και δραστήριον προς ον εμίσθωσε το περιβόλιον μετά τον θάνατον του αγαθού κηπουρού.

Εκεί συνήντησεν ένα γέροντα μοναχόν, τον πάτερ Ιωάσαφ, κηπουρόν του μοναστηρίου του Ευαγγελισμού, το οποίον διέγραφε προς τα άνω την σεμνήν κατατομήν του, εις την κορυφήν του ρεύματος.

Ενθυμούμαι μόνον τας πορτοκαλέας ανθισμένας, και ευώδη τον αέρα, και τα κελαδήματα των πτηνών, και το τρίξιμον του μαγγανοπηγάδου, και τον γέροντα κηπουρόν καθαρίζοντα των δένδρων τας ρίζας, και την θέαν του Κάμπου και της θαλάσσης από του εξώστου του πύργου μας. Ταύτα μόνον ενθυμούμαι.

Ότε δ' εφθάσαμεν εις την οικίαν, διέταξεν αμέσως τον κηπουρόν να φορτώση επί δύο ημιόνων εφαπλώματα και ζωοτροφίας και να υπάγη να προειδοποιήση τους γέροντας περί της ελεύσεώς μας, και να μας περιμείνη μετά των ζώων εκεί. Άμα ο κηπουρός ανεχώρησεν, ο πατήρ μου μ' έκραξεν εντός του κοιτώνος, όπου είχε κλεισθή μετά της μητρός μου. Τους ηύρα παραγεμίζοντας σάκκον με σκεύη αργυρά και άλλα πολύτιμα.

Δις ή τρις ο κυρ -Χαράλαμπος είχεν αποπειραθή ν' αντικαταστήση τον κηπουρόν, αλλά μόνον διά ν' αποδειχθή ότι ούτε αυτός ούτε ο κήπος του ειμπορούσαν να κάμουν χωρίς τον μπαρμπα-Νικολόν, ούτε ούτος χωρίς τον κυρ-Χαράλαμπον και τον κήπον του.