United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί συνήντησεν ένα γέροντα μοναχόν, τον πάτερ Ιωάσαφ, κηπουρόν του μοναστηρίου του Ευαγγελισμού, το οποίον διέγραφε προς τα άνω την σεμνήν κατατομήν του, εις την κορυφήν του ρεύματος.

Δεν πειράζει, Μάρω μου· πήγαινε μέσα· είπεν ο Γιάννος εννοήσας τας σκέψεις της. — Μάνα σ' αφήσω μοναχόν;. . . . . — Δεν πειράζει· κ' εγώ θα κοιμηθώ. . . . . . Ο Γιάννος ελυπείτο την αδελφήν του κ' ήθελε πολύ να την αφήση να κοιμηθή· μία νύκτα ήτο, όπως περάση ας περάση και αυτός. Ευθύς όμως άμα έμεινε μόνος, η δειλία ήρχισε να τον κυριεύη.

Βενεδίκτου, τους δε οφθαλμούς μετά σεμνότητος επί των σανδαλίων του προσηλούντα: «Ιωάννα», είπεν η προεστώσα, παρουσιάζουσα τον νέον μοναχόν εις την έκθαμβον ημών ηρωίδα, ««ο ηγούμενος της Φούλδας άγιος Ραβάνος ο Μαύρος, μέλλων ν' αποστείλη ιεροκήρυκας εις Θουρίγγην, ζητεί παρ’ εμού τας επιστολάς του Αγ.

Λοιπόν ύστερ' από τόσα υπομνήματα μεγάλα, Νταραβέρια, σούρτα φέρτα, προσκλητήρια και άλλα, Με αφίνετε απ' έξω μοναχόν μου εις τα κρύα; . .. Α! μ' αυτά, σας ξαναλέγω, είνε πράγματα αχρεία. Αι! ανοίξετε μου τόρα, σας θερμοπαρακαλώ . . . Βλέπετ' ότι ο καϋμένος σας το λέγω με καλό.

Τι τρέχει επιτέλους, γιατρέ; Δεν έβλεπα την ώρα να σας βρω μονάχον. Εξηγήστε μου αυτό το μυστήριο. ΜΙΣΤΡΑΣΣας τα κουτσοείπα, κυρά μου, όσο μπόρεσα στο δρόμο. Το ζήτημα είναι ότι αυτή η γυναίκα πληγώθηκε σοβαρά στο στήθος, ότι κινδυνεύει αυτή τη στιγμή και ότι ο Τάσσος δεν πρέπει να μάθη τίποτε. ΒΕΡΑΤι φρίκη .. . Μα δε μου λέτε, σας παρακαλώ, ποιος λόγος είναι που ο κ. Φλέρης.. .

Ηρώτησε μετά πεποιθήσεως τον νέον μοναχόν ο κυρ-Δημάκης, φαιδρύνων το λιτόν και σαρακοστινόν δείπνον του, και ετοιμαζόμενος να πίη μέγα κρασοβόλιον. — Κατά τον καιρό! Απήντησε ξηρά-ξηρά ο μοναχός σώφρων, ασκητής. — Πώς; εμένα μούπε ο γέροντας πως θαρθή. Ηπόρησεν ο κυρ-Δημάκης μείνας με ανοικτόν στόμα, βαστάζων εις χείρας του ποτήριον, εν ώ ηκτινοβόλει ως βύσσινον ο μαύρος οίνος.

Και είτα έψαλε: — «Δίδει τον οίνον λιγοστόν...» Αλλ' ο μπάρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφείς επί του άλλου πλευρού, δεν επανεύρε τον ύπνον, αλλ' ανασηκωθείς επί του αγκώνος, εγύρισε βλέμμα προς τον μοναχόν και τον ηρώτησε: — Τι ώρα είνε, πάτερ; — Τι ώρα;... ώρα που νύχτωσε... ώρα που φέγγουν τ' αστέρια.... — Το φεγγάρι δε βγήκε ακόμα;

Αν όμως δεν θέλη, δεν την εβίαζε και κανείς· ηδύνατο να πάρη το αρνάκι της και να πάη από εκεί που ήλθε. Ο χωρικός ωμίλει αυστηρώς, αλλά δεν είχε και άδικον. Η Μάρω ωμολόγησε τούτο καθ' εαυτήν, αλλά ν' αφήση τον Γιάννο μοναχόν! Και μόνη η υπόθεσις την εβασάνιζε. Καλλίτερα επροτίμα να φύγη, να διανυκτερεύση μαζί του έξω, εις την ερημιά, παρά να τον αφήση μόνον

Περίεργοι δι' αυτήν την θεωρίαν που εβλέπαμεν ερωτήσαμεν ένα διά να μας ειπή το αίτιον αυτής της μεγάλης θλίψεως, ο οποίος μας εδιηγήθη, ότι αυτή επροξενούνταν από τον θάνατον του υιού του Βασιλέως τους, τον οποίον τον αγαπούσεν έξω από το μέτρον, με το να τον είχε μοναχόν και διαδοχον του βασιλείου του.

Τότες εγώ βλέποντάς με μοναχόν εις εκείνο το βαθύτατον σκότος και έχοντάς την τέχνην της λεκανομαντείας, άρχισα να εξορκίζω τα πνεύματα, που είχαν την επιστασίαν εκείνης της θαυμαστής βιβλιοθήκης, και οπόταν με την δύναμιν των εξορκισμών μου τα έκαμα να με υπακούσουν, τα επρόσταξα να δώσουν φως εις το σπήλαιον, και να λάβουν την επιμέλειαν να το κρατήσουν πάντα φωτεινόν.