United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εθάμβωσε τα 'μάτια μου κ' ετάραξε τον νουν μου τάχωτον νουν, πλην δεν τολμά να τα ειπή η γλώσσα. Εξοχή παρά την Δουνσινάνην. ΜΕΝΤΗΘ Εδώ κοντά ευρίσκεται το στράτευμα των Άγγλων κι' ο Μάλκολμ επί κεφαλής, κι' ο θείος του Σιβάρδος , και ο Μακδώφ. Εκδίκησις τα στήθη των ανάπτει! Αλλά τα όσα έπαθαν είν' αρκετά να κάμουν ν' ανάψη κ' ένας ασκητής και να χωθήτο αίμα!

Μην τα ρωτάς, αδερφέ είχα μια δουλειά να τελειώσω, μα ούτε τη δουλειά μου έκαμα κ' ενυχτώθηκα· θα νάρθωτο κονάκι απόψε. — Καλώς νάρθης. Ο Δημήτρης ήτο καταμόναχος· ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, ούτε γονείς είχε. Ήτο ξένος χωρικός, εγκατασταθείς προ πολλού χρόνου εις την κωμόπολιν· εκάθητο μόνος εις μικρόν χαμόσπιτον, υπηρετών αυτός εαυτόν κατά το δείπνον, ως ασκητής.

Γιατί λοιπόν να μη γίνη καλά και το Βαγγελιό με την πίστη; Αυτή τη δύναμη επίστευα ότι είχα. Στην απόφαση που πήρα να θυσιασθώ για να σώσω την άρρωστη, αποφάσιζα χωρίς δισταγμό να γίνω μοναχός ή και ασκητής και να προσεύχωμαι νύχτα και μέρα για τη ζωή του Βαγγελιού. Αλλά μοναστήρι, δεν ήτο στην επαρχία μας.

Η εξάντλησις μακράς νηστείας θα είχεν επιδράσει επί του οργανισμού του Χριστού, εις την περίστασιν ταύτην περισσότερον ή άλλοτε. Έζη με ευγενή σκοπόν, όχι ως απομεμονωμένος ασκητής επιβάλλων εις εαυτόν στερήσεις και αλγηδόνας, αλλ' ως άνθρωπος μεταξύ των ανθρώπων. Γενικώς όμως γνωρίζομεν ότι έτρωγε και έπινε, και ότι δεν συνίστα την α π ο χ ή ν αλλά την ε γ κ ρ ά τ ε ι α ν.

«Μάγοι, Περσών βασιλείς . . . » αντήχει εναρμονίως το δοξαστικόν. Αρξαμένου του όρθρου, ο ερημίτης εθεώρησε καλόν να καλέση τον ξένον εις την ιεράν ακολουθίαν. — Θα πήρε κανένα ύπνον! Εσκέφθη ο ασκητής. Κ' ελθών σιγά-σιγά, εθαμβήθη ιδών τον ξένον όρθιον, σκεπτικόν, θεωρούντα ανήσυχον το πέλαγος. — Να πάμε εις την εκκλησίαν, τέκνον μου!

Του κάκου, εψιθύρισε κανείς δεν με παίρνει! Και επέστρεψε πικραμένος εις τον οικίσκον του. Το εσπέρας εξήλθε ν' αγοράση έλαιον διά την κανδήλαν του εικονισματίου του. Επειδή παρ' όλων είχεν εγκαταλειφθή, απεφάσισε και αυτός να ζήση ως ασκητής μόνος, μετά της θρησκείας του.

Πώς; δεν εννόησες ακόμη πού ευρίσκεσαι; — Εις καφενείον, υποθέτω. — Ναι, αλλά εις καφενείον μεσιτών. — Μεσιτών; Έγεινες μεσίτης λοιπόν από υπάλληλος; — Τι να κάμω, αγαπητέ; Η κυβέρνησις μ' έτρεφε πολύ μέτρια, εγώ δε καμμίαν διάθεσιν δεν είχα να γείνω ασκητής. Εβαρέθην επί τέλους την πείναν κ' έγεινα μεσίτης. — Κερδίζεις τώρα περισσότερα;

Και πάλιν όμως δεν θ' απεφάσιζα να την νυμφευθώ, αν δεν συνέβαινε ν' αποθάνη κατ'εκείνας τας ημέρας από την στέρησιν και την κακοπάθειαν γέρων θείος μου, τον οποίον επιστεύαμεν όλοι απένταρον, βλέποντες αυτόν να ενδύεται ως Διογένης και να τρέφεται ως ασκητής. Πάσχων προ καιρού από το στήθος, μου είχε ζητήση εκατόν δραχμάς διά ιατρόν και ιατρικά.

Κατάμονος ως ασκητής εις σκότη επλανώμην, κι' ωμοίαζα ως φάντασμα, ως Κέρβερος φρικτός, μ' εκείνην την ποιητικήν και άφθονόν μου κόμην, σκοτεινοτέραν και αυτού του πέπλου της νυκτός. Ο δυστυχής! . . . ακούρευτος αφήκα την πατρίδα, και δεν υπήρχε πουθενά εις την Αζόφ κουρείον, ένας και μόνος έτρεχε με μια χονδροψαλλίδα, και μες 'στους δρόμους το τυχόν εκούρευε κρανίον.

Δόξα στον πόνο που σ' εσπάραξε, Μητέρα των θλιμμένων. Σε γονυκλισίες εξαϋλώθηκεστο στασίδι τυράγνησε τα κόκκαλά τουστη δέηση κέρωσεστην τύψη του σε είδεν όραμα ο ασκητής που σ' έχει ζωγραφισμένα. Των παθημάτων μου η σοφία λαμπάδα σ' εσένα γίνεται, της σιωπής μου η μουσική τροπάριο βυζαντινό ανεβαίνει στη δόξα σου. Ωραία είσαι σαν ψυχή που επόνεσε. Ωραία είσαι σαν ευτυχία που χάθηκε.