United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κρατύλος. Μου φαίνεται, καλέ Σωκράτη, ότι θα ήσαν δύο Κρατύλοι. Σωκράτης. Βλέπεις λοιπόν, φίλε μου, ότι πρέπει να εύρωμεν άλλην ορθότητα διά την εικόνα και δι' όσα ελέγαμεν προηγουμένως και όχι διά της βίας, εάν λείπη ή περισσεύη τίποτε, να λέγωμεν ότι δεν είναι εικών. Ή δεν εννόησες ότι πολύ απέχουν αι εικόνες να έχουν όλα όσα έχουν εκείνα τα οποία εικονίζουν; Κρατύλος. Μάλιστα. Σωκράτης.

Δουλιές, Παναγιώτη μου. — Και πώς πάτε; Είστ' ευχαριστημένος; — Καλά, καλά, κ' εσύ; — Ωραία, μη μας ξεχνάτε· χαίρετε! είπεν ο ΠαναγιώτηςΓειάσου. Και ο νέος απεμακρύνθη εσπευσμένως. — Ξέρεις ποιος είν αυτός; Είπεν ο Σοφοκλής· Είνε πατριωτάκι μου. Προ έξ χρόνια ήλθεν απ' την πατρίδα, μ' εννόησες, ίσα σε μένα, γιατί ήμαστε σαν αδέλφια με τους γονείς του.

Πώς; δεν εννόησες ακόμη πού ευρίσκεσαι; — Εις καφενείον, υποθέτω. — Ναι, αλλά εις καφενείον μεσιτών. — Μεσιτών; Έγεινες μεσίτης λοιπόν από υπάλληλος; — Τι να κάμω, αγαπητέ; Η κυβέρνησις μ' έτρεφε πολύ μέτρια, εγώ δε καμμίαν διάθεσιν δεν είχα να γείνω ασκητής. Εβαρέθην επί τέλους την πείναν κ' έγεινα μεσίτης. — Κερδίζεις τώρα περισσότερα;

Από το μέρος της κόρης εφάνη μεγάλη προθυμία, αν και πολλοί άλλοι την εποφθαλμιούσαν^ ωμίλησα με την μητέρα, η οποία, μ' εννόησες, με άκουσε με πολλήν ευμένειαν και χωρίς να προσέχη εις τους άλλους λατρευτάς, της είπα πως έχομεν να ζήσωμεν, εν ενί λόγω, μ' εννόησες, της εχάραξα τα σχέδιά μου διά το μέλλον, τα οποία ευρήκε μεγαλοπρεπή.

Και πρώτον, μ' εννόησες, ο Μικάκος εκατάβηκε εις της 270 χιλιάδες, τον όρον του αγοραστού και μεθαύριο θα πάω τα χαρτιά. Έπειτα το σπίτι εκείνο της οδού Αιόλου, μ' εννόησες, παίρνει κ' αυτό τέλος σημεραύριο. Έχω ένα μικρό δάνειο που υπογράφεται τη Δευτέρα, ένα συνοικέσιο σχεδόν τελειωμένο και άλλο στην αρχή με πολλές ελπίδες και . . . άκουσε τώρα, μ' εννόησες, τα σχέδια μου.

Εβιάσθη, φαίνεται, ο συγγραφεύς, αλλέως ημπορούσε να τας αποφύγη . . . και η γλώσσα του είνε εις πολλά μέρη . . . — Δεν βαρηέσαι! — Είδες το νέον πατριωτικόν ποίημα του Ψ . . . ; Το εννόησες; — Δεν βαρηέσαι! — Καλέ πού τα έκαμες αυτά τα υποδήματα; τι σχήμα είνε αυτό; πώς τα εκράτησες; — Δεν βαρηέσαι!

Αυτά όλα τα θεωρήματα τα εγνώριζε κάλλιστα και ο ήρως μου, όστις, αν και θερμός της ελευθερίας λάτρης, έστερξεν όμως να υποδουλωθή, να υπογυναικωθή τουτέστι, ως θα εννόησες βέβαια, έξυπνε αναγνώστα μου, και αν έκλινες ήδη την κεφαλήν υπό τον ζυγόν αυτόν, ή αν διανοήσαι να τον υποβάλης, όπερ έν και το αυτό. Και συνέβη το πράγμα αίφνης, όλως απροσδοκήτως.

Αν σου ήνε εύκολον, και έχεις ανθρώπους της εμπιστοσύνης σου, μοιράζεις την εργασίαν, και από καιρόν εις καιρόν αγοράζεις απ' αυτούς και μερικά κομμάτια, διά να κρατήσωμεν τας τιμάς. Εννόησες.

Μα τι να κάμης με τους ψεύτες; Τώρα όμως, μ' εννόησες, δεν μου φεύγει, γιατί έλαβα μέτρα. — Τουλάχιστον κύτταξε αυτά που κρατείς τώρα να μη σου φύγουν. — Αυτό ούτε να λέγεται· τα χρήματ' αυτά τάχω στο χέρι. Και ξέρεις το σχέδιό μου; — Θα είν' εκείνο το περυσινό. — Ναι, μα τώρα τέλειωσαν τα ψέμματα ευθύς που πάρω τον παρά, με εννόησες . . . Την στιγμήν εκείνην εφάνη ερχόμενος ο πολιτευτής Σ . .

Ώστε η ευσέβεια σύμφωνα με τον ορισμόν σου αυτόν είνε επιστήμη ζητήσεως και δόσεως, ήγουν να ζητή κανείς να λάβη από τους θεούς και να χαρίζη εις αυτούς. Ευθύφρων. Πολύ ωραία εννόησες, ω Σώκρατες, ό,τι είπα. Σωκράτης. Βεβαιότατα, ω φίλε μου, διότι είμαι εραστής της σοφίας σου και έχω αφιερώση όλην την προσοχήν μου εις αυτήν, ώστε ό,τι και αν είπης, δεν θα είνε χαμένον.