Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Τα παιδιά δεν τον άφιναν πολύ σε ησυχία, τον ακολουθούσαν, επηδούσαν επάνω του, και του διηγούντο ότι, όταν περάση η αυριανή ημέρα και έπειτα η μεθαυριανή και ακόμη μια μέρα, θα έπαιρναν από την Καρολίνα τα δώρα των Χριστουγέννων, και του διηγούντο τα θαύματα που έπλαττε η μικρά τους φαντασία. «Αύριο! εφώναξε, και έπειτα μεθαύριο και έπειτα μια ημέρα ακόμη» και τα αγκάλιασε όλα τρυφερά.

Η τύχη, ματάκια μου, δεν έρχεται δυο φοραίς, και όταν έλθη πρέπει να την ιδής εσύ, γιατί εκείνη δεν βλέπει. — Και συ τόρα νομίζεις ότι βλέπεις; — Καλά! μεθαύριο τα μιλούμε. Εγγύς αυτών αμύσταξ νεανίσκος, παις σχεδόν έτι, εξωμολογείτο εις άλλον ομήλικά του, ότι κατορθώσας να υπεξαιρέση πολύτιμα τινα της μητρός αυτού κοσμήματα, τα έκαμεν, ως έλεγε, «ψιλούς παράδες» και ηγόρασε δύο μετοχάς.

Ξέρεις τίποτα, καπετάν-Παρμάκη; Παρετήρησεν ο οινοπώλης, θέλων να παρηγορήση τον λυπημένον διά τας νηνεμίας του νέου βίου πλοίαρχον. Θα σου βάλω μια κάλπη μεθαύριο. Μια κάλπη, που λες, να ιδής φουρτούνες που γυρεύεις! Να λες, αμάν, τι είνε τούτα;

Έτσι, τα φυσικά φαινόμενα προσωποποιούνται συχνά, προεκτείνοντας το ανθρώπινο δράμα. «Περνάει ο άνεμος και τα καλάμια τρέμουν και ψιθυρίζουν: Έφις θυμάσαι, Έφις θυμάσαι; Έφυγες, ξαναγύρισες, είσαι πάλι ανάμεσά μας σαν κάποιος της οικογένειας. Άλλος λυγίζει και άλλος σπάει, άλλος αντέχει σήμερα, αλλά θα λυγίσει αύριο και μεθαύριο θα σπάσει. Έφις θυμάσαι

Ο ουρανός είναι κόκκινος, ψηλά επάνω από το λευκό λόφο. Περνάει ο άνεμος και τα καλάμια τρέμουν και ψιθυρίζουν. «Έφις θυμάσαι, Έφις θυμάσαι; Έφυγες, ξαναγύρισες, είσαι πάλι ανάμεσά μας σαν κάποιος της οικογένειας. Άλλος λυγίζει και άλλος σπάει, άλλος αντέχει σήμερα αλλά θα λυγίσει αύριο και μεθαύριο θα σπάσει. Έφις θυμάσαι, Έφις θυμάσαιΕκείνος έπλεκε μια ψάθα και προσευχόταν.

Πού να βρεθή το πετμέζι, γυιε μου; είπεν η Φραγκογιαννού. Μεθαύριο να μαυρίσουν τα σταφύλια στ' αμπέλι, να τα τρυγήσουμε, να κόψουμε τα ξεκούδουνα απ' τα κλήματα, να κάμουμε πολύ-πολύ πετμέζι, να φάη το καλό παιδί. Πώς σε λένε; — Γιώργη τόνε λέμε, θεια, είπε το μεγαλείτερον κοράσιον. — Εσένα; — Δαφνώ. — Κ' εσένα; ηρώτησεν η Γιαννού το μικρότερον κοράσιον. — Ανθή. — Να ζήσετε!

Και πρώτον, μ' εννόησες, ο Μικάκος εκατάβηκε εις της 270 χιλιάδες, τον όρον του αγοραστού και μεθαύριο θα πάω τα χαρτιά. Έπειτα το σπίτι εκείνο της οδού Αιόλου, μ' εννόησες, παίρνει κ' αυτό τέλος σημεραύριο. Έχω ένα μικρό δάνειο που υπογράφεται τη Δευτέρα, ένα συνοικέσιο σχεδόν τελειωμένο και άλλο στην αρχή με πολλές ελπίδες και . . . άκουσε τώρα, μ' εννόησες, τα σχέδια μου.

Η Καλλίτσα μου, κι ο Θεός μου τη φέρνει. — Θα μου τη λωλάνετε τη γυναίκα μου, κυρ Μυλόρδε, και καλλίτερα να μη την πειράζετε έτσι. — Μα εγώ σας λέω πως πρέπει να την ανάβω αυτή την ελπίδα, κι από ελπίδα βεβαιότητα να την κάμω πρέπει, γιατί η Καλλίτσα σας είνε αυτή που θάρθη μεθαύριο με το φίλο μου τον Μπάρτλεη, τον άντρα της, σηκώθηκε κ' είπε ο Μυλόρδος ήσυχα και σοβαρά σοβαρά.

Να ιδής μια φαρφούνα που θα σου κάμω εγώ, μεθαύριο, που θαρθή ο Λαλεμήτρος, να φέρη το χάσικο το αλεύρι. Να ιδής, παιδάκι μου. Να ιδής, καρπουζάκι μου! Και προσέτριβεν η γραία την στρογγύλην του μικρού κεφαλήν, ως να το έλουε.

Καλά, Φαλκάκι μου. Κοιμήσου τώρα, και μεθαύριο, σαν πάμε κάτω, εγώ θα σε φιλέψω πετεινό . . . Τώρα ο Φάλκος ησθάνετο νυσταγμόν, τον οποίον το πριν είχε νικήσει η περιέργεια. Και πάλιν θα επεθύμει να σηκωθή και να εξέλθη, πλην ήρχισε να ζαλίζεται και να ναρκούται από την έφοδον του ύπνου.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν