United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είνε αληθές ότι οι ίδιοι διηγούντο πολλάκις ότι έβλεπαν εξωτικά πράγματα, αλλ' ωμίλουν με φιλόφρονα γλώσσαν περί φαντασμάτων. Δεν τους κατέτρεχαν, δεν τους έκαμναν κακόν. Είχα φιλικάς σχέσεις μεταξύ των.

Όλ' αυτά τα διηγούντο οι μάγκες όπως τα είχον ακούσει από τας προμήτοράς των, και μάλιστα το αυγάτιζαν κ' οι ίδιοι με την παιδικήν ψευδομανίαν των. Και τώρ' ακόμη πολλοί τα έβλεπον.

Αλλ' όσα θαυμάσια δεν διηγείτο η ίδια τα διηγούντο οι στολισμοί, με τους οποίους ήλθεν από την πόλιν· η μεταξωτή γάζα η αστροποίκιλτη, που περιέβαλλε την ξανθήν της κόμην, ο χρυσούς σταυρός, όστις έπαιζε κεμάρμαιρεν εις τα χιόνια του λαιμού της, το χρυσοποίκιλτον κοντόχι ή κοντογούνι, το οποίον, ανοικτόν εκ των έμπροσθεν, άφινε να μαντεύωνται υπό το αραχνοΰφαντον προστήθιον τα θέλγητρα του παρθενικού στήθους· και έπειτα το φόρεμα το πολύπτυχον με τους φαρμπαλάδες, και αι περικνημίδες και τα υποδήμητα με τα υψηλά τακούνια.

Το σκάνδαλον έπαυσεν, όταν οι στρατιώται περικυκλώσαντες τας αποθήκας, ήρχισαν να κατατοξεύωσι το πλήθος. Διηγούντο ότι, κατά προσταγήν του Καίσαρος, αι επαρχίαι της Ασίας και Αφρικής θα εγυμνούντο από όλα τα πλούτη των, τα οποία θα διενέμοντο μεταξύ των κατοίκων της Ρώμης, εις τρόπον ώστε να δύναται πάς τις να ανακτίση την οικίαν του.

Οι Ιουδαίοι των μεταγενεστέρων χρόνων διηγούντο μετά μεγάλου θαυμασμού, πως ο ραββίνος Αχίβας, όταν ήτο φυλακισμένος και επρομηθεύετο δι' ύδατος τοσούτου μόνον ώστε να μη αποθάνη εκ δίψης, επροτίμησε ν' αποθάνη εκ πείνης μάλλον ή να φάγη χωρίς να πλύνη τας χείρας.

Τας άκουσα να μιλούν σιγά· διηγούντο μεταξύ των ασήμαντα πράγματα, νέα της πόλεως: Πως αυτή πανδρεύεται, πως εκείνη είναι ασθενής, πολύ ασθενής, έχει ξηρό βήχα, τα κόκκαλα φαίνονται εις το πρόσωπόν της και της έρχονται λιποθυμίες· ουδέ λεπτό δεν δίνω για την ζωήν της, έλεγεν η άλλη. Ο Ν.Ν. και αυτός είναι κακά, έλεγεν η Καρολίνα.

Οι γεροντότεροι βοσκοί διηγούντο εις τους νεωτέρους αυτήν την ιστορίαν, διά να τους εμποδίζουν από την ζωοκλοπήν· αλλά τόσον ολίγον την επίστευον οι ίδιοι, ώστε δεν τους απέτρεπε να κλέπτουν περισσότερον από τον Θοδωρή. Ο Μανώλης διερχόμενος, εκαλημέριζε πάντοτε τον απολιθωμένον βοσκόν· «Καλημέρα, Θοδωρή». — Καλημέρα Θοδωρή, απήντα και η φωνή.

Τα παιδιά δεν τον άφιναν πολύ σε ησυχία, τον ακολουθούσαν, επηδούσαν επάνω του, και του διηγούντο ότι, όταν περάση η αυριανή ημέρα και έπειτα η μεθαυριανή και ακόμη μια μέρα, θα έπαιρναν από την Καρολίνα τα δώρα των Χριστουγέννων, και του διηγούντο τα θαύματα που έπλαττε η μικρά τους φαντασία. «Αύριο! εφώναξε, και έπειτα μεθαύριο και έπειτα μια ημέρα ακόμη» και τα αγκάλιασε όλα τρυφερά.

Χάρις εις τον Ναύπλιον μας επετράπη η είσοδος και είδομεν κολαζομένους πολλούς βασιλείς και πολλούς κοινούς ανθρώπους, εκ των οποίων και μερικούς γνωστούς μας• είδαμεν δε και τον Κινύραν κρεμάμενον εκ των αιδοίων και καπνιζόμενον. Οι οδηγοί διηγούντο ποίος ήτο έκαστος και τας αιτίας διά τας οποίας εκολάζοντο.

Πάντοτε έπαιζε και δεν εκάθητο ήσυχος παρά μόνον, όταν της διηγούντο παραμύθια. Από όλα τα παραμύθια, όσα της έλεγεν η μαμμά της, επροτιμούσε όσα έχουν μέσα Νεράιδες. Καμμίαν φοράν, όταν επέστρεφεν από το σχολείον και εύρισκε έτοιμο νέον φόρεμα διά τον περίπατον, ερωτούσε, ποιος μου το έφερε; και η μαμά με γέλοια απεκρίνετο, η καλή Νεράιδα.