United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πάλιν όμως δεν τον επείραξαν. Τότε εστράφη προς τα οπίσω και διερχόμενος εφώναζε προς τους τεχνίτας και εμπόρους: — Ζιτ! ζιτ! Δεν σας φαίνεται ότι την θέσιν του τρελλού εκείνου έχει εις τας Αθήνας όχι ο Σακκουλές, αλλ' εκείνοι οίτινες προκαλούν τας ύβρεις του; Αλλ' ο Σακκουλές ικανοποιεί και την παιδικήν σκληρότητα, την οποίαν πολλοί διατηρούν εις την μεγάλην ηλικίαν.

Οι γεροντότεροι βοσκοί διηγούντο εις τους νεωτέρους αυτήν την ιστορίαν, διά να τους εμποδίζουν από την ζωοκλοπήν· αλλά τόσον ολίγον την επίστευον οι ίδιοι, ώστε δεν τους απέτρεπε να κλέπτουν περισσότερον από τον Θοδωρή. Ο Μανώλης διερχόμενος, εκαλημέριζε πάντοτε τον απολιθωμένον βοσκόν· «Καλημέρα, Θοδωρή». — Καλημέρα Θοδωρή, απήντα και η φωνή.

Έσεισε τους ώμους όπως αποδιώξη τους φόβους του, ηγέρθη, και απεφάσισε να μεταβή εις το ανάκτορον, και εκείθεν εις της Χρυσοθέμιδος. Διερχόμενος του υπηρετικού προθαλάμου, παρετήρησε μεταξύ των άλλων υπηρετών και την Ευνίκην. — Εμαστιγώθης; ηρώτησεν. Εκείνη και πάλιν ερρίφθη εις τους πόδας του και εφίλησε το κράσπεδον της τηβέννου του. — Ναι, αυθέντα! εμαστιγώθην, απήντησε. Ναι, αυθέντα! . . . .

Επάνω εις τον ενθουσιασμόν του διέκρινε τον Τερερέν και διερχόμενος του έρριπτε κρύφια βλέμματα, έτοιμος, ως εφαίνετο, να του δώση και λάκτισμα, κατά τον ρυθμόν του πηδηκτού. Ίσως δε και εξ αιτίας του Τερερέ απεφάσισε, μετά τας άλλας επιδείξεις, να επιδείξη και την φωνήν του. Αλλ' ο αριθμός των διστίχων, τα οποία εγνώριζεν, ήτο πολύ περιωρισμένος και ηναγκάζετο να τα επαναλαμβάνη.

Οσάκις διερχόμενος με την ελπίδα ότι το πλέξιμον θα είχε τελειώση, επανέβλεπεν εις την θέσιν του το τουρλωτό φέσι, ανετινάσσετο από οργήν και εψιθύριζεν: «Ακόμη δεν εξεκουμπίστηκες, κακό ψόφο νάχηςΚαι αν δεν ανεχαίτιζε την οργήν του η αγάπη της Πηγής, αλλά προ πάντων ο φόβος του Στρατή, ο γέρων θα εδέχετο ίσως πέτραν κατά κεφαλής διά να τελειώση αυτό το ατελεύτητον πλέξιμον και αυτή η ατελείωτη βάρδια.

Ούτω ο ιερεύς εξηκολούθησεν εκθέτων την αιτίαν διά την οποίαν εξεδόθη το επιτίμιον. Ότι ο ζωέμπορος Γεώργιος Νίκας, διερχόμενος κατά τον προπαρελθόντα Ιανουάριον της κωμοπόλεως, έχασε το ερυθρόν πορτοφόλι του, εντός του οποίου ευρίσκοντο εις λίρας οθωμανικάς και τάλληρα τριακόσιαι δραχμαί και ότι προετρέποντο είτε ο ευρών είτε οι γνωρίζοντες τούτον να τον φανερώσουν.

Διερχόμενος δε την Πελοπόννησον μετά στρατού, έπεισε τους Πατρείς να κτίσουν τείχη μέχρι της θαλάσσης, και αυτός συνέλαβε το σχέδιον να εγείρη άλλα εις το Τίον το Αχαϊκόν.

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν βήματα βαρέα, ωσεί τύπτοντα μετά πάθους την γην κ' εφάνη νεαρός βλάχος, διερχόμενος την αντίπεραν της λαγκαδιάς πλευράν, νωθρώς, εν αφροντισία βηματίζων και τραγωδών: Μια βλαχοπούλα έπλενε, σε βρύσι μαρμαρένια· είχε τον κόπανο χρυσό, Μαλαματένια πλάκα!. . .

Τότε και ο εκ Σάμου Αγαθοκλής, στρατηγός του Αλεξάνδρου και ευνοούμενος παρ' αυτού, παρ' ολίγον να ριφθή εις τους λέοντας, διότι εσυκοφαντήθη ότι διερχόμενος πλησίον του τάφου του Ηφαιστίωνος εδάκρυσε.

Και ήκουε μετά το φαγητόν ο πατήρ, ευαρέστως διερχόμενος την καταμεσημβρινήν εκείνην ώραν.