United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συχωρεμένος να ήσαι, αδερφέ συχωρεμένος να ήσαι!. . . ανέκραξε μετά θέρμης ο ζωέμπορος, εναγκαλιζόμενος τον Δημήτρην με δάκρυα εις τους οφθαλμούς· δεν φταίω εγώ. . . μη μου κακοψυχάς!. . . — Όχι, δεν φταις· λύσε με από τον αφορεσμό! — Ναι, θα σε λύσω. Και ο ζωέμπορος είπεν εις τον Δημήτρην ότι τόρα αμέσως θα επήγαινεν εις Λεχαινά και θα εφρόντιζε δι' όλων των μέσων ν' ανακληθή το επιτίμιόν του

Η ψυχή όμως, η ζώσα και άφθαρτος, θα τυραννήται αδιακόπως εις την Κόλασιν. Θα βράζη εις λέβητας μεγάλους και μαύρους, ως ήτο εκείνος επί του οποίου ο ιερεύς ανέγνωσε το επιτίμιον, εντός μαύρης ασφάλτου θα βηματίζη επί πυριφλεγών ράβδων, θα μεταπίπτη ως σάκκος αλεύρου από της μιας εις την άλλην αρπάγην των διαβόλων, έπειτα θα ρίπτεται εις τα κρύα Τάρταρα, εις την παγεράν και απέραντον λίμνην των.

Πολλαί άλλαι λαμπάδες είχον διανεμηθή εις το πλήθος, το οποίον ανεκινείτο πέριξ ανήσυχον και φοβισμένον. Το επιτίμιον τόρα αναγινώσκεται εντός των εκκλησιών αλλά τότε ανεγινώσκετο εις το ύπαιθρον, εις το πλέον συχναζόμενον μέρος, όπως συμβαίνει ακόμη είς τινα χωρία.

Ούτω ο ιερεύς εξηκολούθησεν εκθέτων την αιτίαν διά την οποίαν εξεδόθη το επιτίμιον. Ότι ο ζωέμπορος Γεώργιος Νίκας, διερχόμενος κατά τον προπαρελθόντα Ιανουάριον της κωμοπόλεως, έχασε το ερυθρόν πορτοφόλι του, εντός του οποίου ευρίσκοντο εις λίρας οθωμανικάς και τάλληρα τριακόσιαι δραχμαί και ότι προετρέποντο είτε ο ευρών είτε οι γνωρίζοντες τούτον να τον φανερώσουν.

Πάμε είπεν ο Σταύρος επιμένων. — Δεν έρχομαι απήντησε ξηρώς. Κ' έφυγε μετά σπουδής ως κλέπτης. Διότι αν και δεν ανέφερεν όνομα, εκ της εκθέσεως όμως των γεγονότων, αυτόν ηννόει το αναγνωσθέν επιτίμιον. Ο Δημήτρης Νουλάς ήτο πτωχός εργάτης, μόνον πλούτον έχων την αξίνην, τον λίσγον και τας δύο χείρας του διά των οποίων ειργάζετο, εντίμως ποριζόμενος τα έξοδα της ημέρας.

Αλλ' αίφνης ιδού αφού επί τόσον καιρόν κανείς δεν εζήτησε τα χρήματα εκείνα, τόρα ήνοιγεν η άβυσσος απειλητική εμπρός του. Ο ζωέμπορος ενεφανίζετο διά της εκκλησίας ζητών τα χρήματά του, άλλως έρριπτεν αυτόν εις τας αράς πάντων των θεοφόρων πατέρων, ως έλεγε το επιτίμιον.

Τρέμων όλος, με δάκρυα πύρινα εις τους οφθαλμούς, ήρχισε να διηγήται έν προς έν τα παθήματά του, αφ' ης ημέρας το επιτίμιον ανεγνώσθη εις την κωμόπολιν, την περιφρόνησιν των συγχωρικών του, τους πικρούς και καυστικούς λόγους των, τα μειδιάματά των, τα πλήρη αναιδούς σαρκασμού, τα βλέμματά των τα σουβλερά· να λέγη την πτωχείαν και αθλιότητα του, την παίδευσιν του σώματος και την ακοίμητον βάσανον της ψυχής επί τόσας ημέρας!. . .

Κ' εξηκολούθει η πάλη αυτή της γης και των ανθρώπων επί πολύ, μέχρις ου εάν ο νεκρός είχε καλούς συγγενείς και πλουσίους, εκάλουν επί τόπου, πληρώνοντες αδρά, τον Δεσπότην ο οποίος ανεγίνωσκε πάλιν επ' αυτού το επιτίμιον, είτα την συγχώρησιν και ούτω ο τάφος εξηυμενίζετο και ο νεκρός ανελύετο εν διαστήματι τριών Σαββάτων.

Και οι χωρικοί αντί να εξετάσουν κατά βάθος το πράγμα, να λάβουν υπ' όψιν τα συμβάντα τα οποία εγνώριζον έν προς έν, ελάμβανον μόνον το επιτίμιον, την απόφασιν της εκκλησίας, η οποία διετέλει εις παντελή άγνοιαν, και τον αναθεμάτιζον και αυτοί και δεν τον ήθελον πλησίον των! — Καλά, εσκέπτετο καθ' όλον τον δρόμον κλαίων, καλά· έτσι κατάντησα να ξεραίνω και τα δένδρα!. .