United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και όμως με πόσην ευχαρίστησιν του γαργαλίζω τα πέλματά του, ή τον σπρώχνω κατακέφαλα έξω εις τον αέρα! Αλλά δεν 'μπορώ να το καταφέρω! — Θα το καταφέρωμεν πλέον! έλεγεν η Νεράιδα του Πάγου. «Συ ή εγώ! Εγώ, εγώ!» — Όχι, όχι! ηκούετο ένας ήχος γύρω της, ήχος που έμοιαζε σαν Ηχώ επάνω εις τα βουνά από ήχους των κωδώνων των εκκλησιών.

Τα οστά του Αγίου εκταφέντα υπό του αγίου Αθανασίου περιήλθον κατά την τότε συνήθειαν την οικουμένην άπασαν θαυματουργούντα, η δε κεφαλή είχε μετακομισθή υπό τινος Γάλλου καλογήρου εξ Αλεξανδρείας εις Γαλλίαν καθότι οι Φράγκοι του μεσαιώνος ήρπαζον από των εκκλησιών της Ανατολής τα λείψανα των αγίων, ως οι απόγονοι αυτών τα συντρίμματα της αρχαίας τέχνης.

Πάη σ' άλλη, και σ' άλλη, και σ' άλλη, αλλά σε καμμιά δεν απάντησε την αχτιδόλαμπρη μορφή του αδερφού του! Στην τελευταία εκκλησιά ηύρε τον Επιτάφιο έτοιμο να βγη. Ο κόσμος όλος, που τον ακολουθούσαν είχαν από ένα κερί στο χέρι τους. Αγόρασε κι' ο Γιάννης ένα κερί κι' ακολούθησε τον Επιτάφιο. Ύστερα από λίγη ώρα, όλοι οι Επιτάφιοι των εκκλησιών της πολιτείας σμίχτηκαν στα πρόθυρα του νεκροταφείου.

Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα. Η ίδια νεκρίλα στην πόλη μας. Η ίδια κουβέντα στα σπίτια, για το κλείσιμο των εκκλησιών. Και λέγουν ανάμεσα πως κάπου κρυφοσυνάζονται και κρυφοσυντάζονται για ταραχές την αυγή. Τα μικρά τα παιδιά ξεδειλιασμέν' από την φωτιά κι' αποσταμέν' από τα παιγνίδια, αποκοιμιώνταν ένα ένα στα γόνατα των γονιών τους, εκεί παραστιάς. Ήρθεν η ώρα του όρθρου.

Πολλαί άλλαι λαμπάδες είχον διανεμηθή εις το πλήθος, το οποίον ανεκινείτο πέριξ ανήσυχον και φοβισμένον. Το επιτίμιον τόρα αναγινώσκεται εντός των εκκλησιών αλλά τότε ανεγινώσκετο εις το ύπαιθρον, εις το πλέον συχναζόμενον μέρος, όπως συμβαίνει ακόμη είς τινα χωρία.

Στέλλομεν τους υπαιθρίους ημών ρήτορας αποστόλους του ελληνισμού εις την Εσπερίαν, και αναμένομεν εν ιλαρά προσδοκία την άφθονον συγκομιδήν ευρωπαϊκών συμπαθειών, απαράλλακτα ως οι επίτροποι των εκκλησιών αναμένουσι προ του παγκαρίου των τα διά των δίσκων περισυναγόμενα κέρματα των πιστών. Δεν είνε πιτυρίτης και αυτός; Αλλ' αρκεί.

Και έφυγε προς τα όρη, χωρίς ν' ακούση την απάντησιν την οποίαν του έδωκεν η Μαργή: — Καλλιά να βγουν τα μάτια σου! Ήτον η τελευταία Κυριακή των Απόκρεων και από τας χριστιανικάς συνοικίας του χωριού ανεπέμπετο θόρυβος γενικής ευθυμίας. Εις διάφορα σπίτια εχόρευαν και εις τας αυλάς των εκκλησιών και τα σταυροδρόμια νέοι και παιδιά έπαιζαν αμάδες και διάφορα γυμναστικά παιγνίδια.

Το παν ήτο ήρεμον: οι κώδωνες των εκκλησιών εσίγησαν, οι τελευταίοι ήχοι εξηφανίσθησαν μαζί με την λάμψιν των ερυθρών νεφών. — Δικός μου είσαι! ήχει εις το βάθος. Είσαι δικός μουήχει εκ του ύψους, εκ του Απείρου! . . . Θείον! από αγάπης εις αγάπην, από της γης εις τον ουρανόν να πετάξη κανείς. Μία χορδή έσπασε, πένθιμος ήχος ήχησε. Το παγερόν φίλημα του θανάτου ενίκησε το εφήμερον.

Την φιλική τούτη γραφή ανοίγοντάς σας σήμερα ελεύθερα εβουλήθηκα να σας γυρίσω μ' αυτήν δυο χρόνια πίσω, να σας γυρίσω με τον νου στα Χριστούγεννα της μαυρισμένης χρονιάς με το κλείσιμο των εκκλησιών.

Ο εκδότης του επιτιμίου, διά να δώση περισσοτέραν σημασίαν εις αυτό και να κινήση τον φόβον των ακροατών, προσέφερε να καώσι κατά την ανάγνωσιν χονδραί εξ ασφάλτου λαμπάδες, τας οποίας μόνος του εκόμισεν εκ Πατρών, θέλων να υποδείξη ότι ούτω πως θα καίεται και η ψυχή του εν τω επιτιμίω υπονοουμένου αγνώστου· εζήτησε δε να παρασταθούν και των δύο εκκλησιών οι ιερείς.