Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Καθημένη παρά την θυρίδα του θαλάμου της, και πλανώσα ανήσυχον αορίστου προσδοκίας βλέμμα επί τον κυκλούντα το μέγαρον χλοερόν και κατάφυτων κήπων, ησθάνετο ότι κάτι ανέμενεν, αλλ' εφωβείτο να ομολογήσει ενδομύχως, ότι το κάτι εκείνο ήτο ο άγνωστος της νυκτός.
Οι δημογέροντες τον ήκουον κινούντες την κεφαλήν ως μη πειθόμενοι, ουδ' απεκρίθησαν αφού έπαυσε λαλών, αλλ' ανεχώρησαν εν σιωπή με το πρόσωπον σκυθρωπόν και ανήσυχον το βλέμμα.
Η Ευανθία, ως τας είδε, έρριψε βλέμμα ανήσυχον προς τα μαγικά αντικείμενα, όπου δεν ήτο καιρός πλέον να τα κρύψη ή να τα κάμη άφαντα, και εν σπουδή, προχείρως, ανεσήκωσε το ίδιον τραπεζομάνδηλον, και με αυτό εδοκίμασε να τα σκεπάση.
«Μάγοι, Περσών βασιλείς . . . » αντήχει εναρμονίως το δοξαστικόν. Αρξαμένου του όρθρου, ο ερημίτης εθεώρησε καλόν να καλέση τον ξένον εις την ιεράν ακολουθίαν. — Θα πήρε κανένα ύπνον! Εσκέφθη ο ασκητής. Κ' ελθών σιγά-σιγά, εθαμβήθη ιδών τον ξένον όρθιον, σκεπτικόν, θεωρούντα ανήσυχον το πέλαγος. — Να πάμε εις την εκκλησίαν, τέκνον μου!
Τας ήκουσα βαθμηδόν απομακρυνομένας, μέχρις ου εκλείσθη μετά κρότου η εξώθυρα της οικίας. Ότε εστράφην προς τα οπίσω, ο Νίκος όρθιος εν τω μέσω του δωματίου, εσταυροκοπείτο. Είχεν αποκοιμηθή επί τέλους και αυτός, αλλά τον ανήσυχον ύπνον του διέκοψεν η εντός της οικίας κίνησις. Δεν είχεν εισέτι συνέλθει εντελώς εκ του ύπνου ότε, υπό το κράτος των νυκτερινών εντυπώσεών του, με εξύπνησε κατάτρομος.
Παιδία μόλις δωδεκαετή εγνωρίσθημεν προ τριάκοντα περίπου ετών εις το έν και μόνον τότε ελληνικόν σχολείον των Αθηνών, το οποίον ήτο, καθώς ηξεύρεις, εις την Πλάκαν, εις την οικίαν του Δοσίου. Είχε το πνεύμα ζωηρόν και ανήσυχον, εφοίτα ατάκτως εις τας παραδόσεις και σπανίως ήξευρε το μάθημά του εξεταζόμενος.
— Τι τ' αφήνει εδώ, 'κείνος ο πατέρας τους, μικρά κορίτσια, είπε πάλιν η Φραγκογιανού. Τάχα δεν μπορούν να πέσουν και μοναχά τους μέσα; . . . Έστρεψεν ανήσυχον βλέμμα προς την καλύβην. Αλλ' αυτή είχε την όψιν ότι δεν υπήρχεν άνθρωπος μέσα. Εκύτταξε μετά περιεργείας τα δύο κοράσια. Το μεγαλείτερον τούτων ωραίον, ξανθόν, αν και σχεδόν άνιπτον, έκαμνεν ωραίαν εντύπωσιν.
Κ' εκείνα καλά κάθουνται κλεισμένα στις άφωνες σπηλιές και δεν έχουν άλλον μάρτυρα παρά τον Θεό και τα χέρια του. Μιαν εβδομάδα τόρα κάτι άλλο τον δαιμονίζει και τον κρατεί ανήσυχον. Ο Τρακάδας ο βλάμης του. Τον είχε βλάμη, κουμπάρο στο παιδί του, δεξί χέρι στο κούρσο, αρχηγό στο πλήρωμα, δήμιο στους σκλάβους του. Πέντε χρόνια κλειστά. Και ακόμη τον είχε σύντροφο στα προσωπικά του κακουργήματα.
Ανεσηκώθη και ησθάνετο μέγαν σπαραγμόν, αλλά συγχρόνως και καλλιτέραν σωματικήν άνεσιν. Ο σύντομος εκείνος ύπνος είχεν εξαλείψει παρ' αυτή το νευροπαθές και το ανήσυχον. Εψηλάφησεν, εύρε τα σπίρτα, ήναψε το κηρίον, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, έβαλε μέσα εις αυτό και τας εμβάδας της, και ανυπόδυτη, με της κάλτσες, εκίνησε να φύγη.
Πολλαί άλλαι λαμπάδες είχον διανεμηθή εις το πλήθος, το οποίον ανεκινείτο πέριξ ανήσυχον και φοβισμένον. Το επιτίμιον τόρα αναγινώσκεται εντός των εκκλησιών αλλά τότε ανεγινώσκετο εις το ύπαιθρον, εις το πλέον συχναζόμενον μέρος, όπως συμβαίνει ακόμη είς τινα χωρία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν