United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε πρωί πρωί ηνοίγετο του σχολαρχείου η θύρα και ο εντός του σχολείου κατοικών διδάσκαλος, ο ιερομόναχος Δανιήλ, ανέβαινεν εις την έδραν του με τον κοντόν κοιτωνίτην και τον μαύρον του σκούφον, σύρων τας εμβάδας του και διευθετών διά της χειρός το ακτένιστον γένειόν του, το πρόσωπον του Αλεξάνδρου ηκτινοβόλει από χαράν και αγαλλίασιν.

Προς τούτο είχεν έν ζεύγος από λευκοτάτας εμβάδας, τας οποίας εκεί επάνω μόνον εφόρει. Ανέβαινε με τας συνήθεις γόβας της έως το κεφαλόσκαλον, τας άφηνεν εκεί και εφόρει τας ιδιαιτέρας εμβάδας ή κουντούρες.

Εις τους πόδας των έχουσιν υποδήματα επιχώρια, τα οποία ομοιάζουσι με τας εμβάδας των Βοιωτών. Τας μακροκόμους κεφαλάς των δένουσι με σαρίκια και αλείφουσι με μύρα όλον το σώμα. Έκαστος έχει εις τον δάκτυλόν του σφραγίδα και κρατεί χειροποίητον ράβδον.

Επέταξε, με λάκτισμα των ποδών προς τα οπίσω, τας φθαρμένας εμβάδας, «τα παληοκατσάρια της», και ξυπόλητη ανερριχήθη επάνω εις τον κρημνόν. Οι δύο «νομάτοι» έβγαλαν κι' αυτοί, τα τσαρούχια τους, κ' έτρεξαν κατόπιν της, εις τον βράχον τον απάτητον, εις τον χώρον της απελπισίας, όπου εβάδιζεν εκείνη. Μίαν μόνην στιγμήν, η δύστηνος έστρεψε την κεφαλήν οπίσω.

Ως άσμα του χορού ετονίσθη δια την παράστασιν η πρώτη στροφή «Έφθασ' η στιγμή, ώ άνδρες» ελλείψει άλλου καταλληλοτέρου χωρίου. Εξέρχεται ο ΒΛΕΠΥΡΟΣ, φέρων στενάς γυναικείας εμβάδας εις τους πόδας, ημίγυμνος και κακώς κρυπτόμενος υπό βραχύ ερυθρόν γυναίκειον χιτώνιον. Κρατεί την κοιλίαν του και προφανώς αναζητεί κατάλληλον θέσιν προς αφόδευσιν.

Μανδύας Ηγουμένου, ημιόνους Ληγάτου, μίτρας Επισκόπου, ενίοτε δε και Πάπα χρυσάς εμβάδας ωνειρεύετο ήδη η ξανθή ημών ηρωίς, τους δε εραστάς ετοποθέτει ως φρόνιμος γυνή εις το βάθος της σκηνής, ως φυλάττονται και τα γλυκύσματα διά το τέλος του συμποσίου.

Όταν έλθη η ώρα και ανοίξουν τα πέταλα, τότε εμφανίζεται το ρόδον νεάνιδαν και αμίαντον πλήρες μυστικής ευωδίας. Όταν έλθη η ώρα και μνηστευθή η κόρη, τότε εμφανίζεται η ωραία παρθένος εις τον κόσμον, αθέατος και άγνωστος πρότερον, με τα μαύρα της μάτια και τα πλούσια μαλλιά της, με το λευκόν κολόβιόν της και τας χρυσάς εμβάδας της. — Να μη βασκαθή! έλεγον αι γειτόνισσαι.

Ανεσηκώθη και ησθάνετο μέγαν σπαραγμόν, αλλά συγχρόνως και καλλιτέραν σωματικήν άνεσιν. Ο σύντομος εκείνος ύπνος είχεν εξαλείψει παρ' αυτή το νευροπαθές και το ανήσυχον. Εψηλάφησεν, εύρε τα σπίρτα, ήναψε το κηρίον, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, έβαλε μέσα εις αυτό και τας εμβάδας της, και ανυπόδυτη, με της κάλτσες, εκίνησε να φύγη.

Ο αγαθός ιερομόναχος εγέλα ενίοτε, οσάκις ήτο ευδιάθετος, — και ήτο τούτο σπάνιονσυχνότερον όμως ωργίζετο και ήρχιζε τότε να σφενδονίζη κατά κεφαλής του Αλεξάνδρου ό,τι πρόχειρον είχε· τον κατάλογόν του κατ' αρχάς, έπειτα το κομβολόγιον, ενίοτε δε τέλος και αυτάς τας συρτάς του εμβάδας, ανά μίαν ή και τας δύο συγχρόνως. Φοβερόν ήτο, ότε τας εμβάδας παρηκολούθει εναέριος και ο σκούφος.