United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αχ! πώς με στενοχωρείς, Δημητράκη! υπέλαβε γογγύζουσα η κυρία Παρδαλού, και λαβούσα έν κηρίον επορεύθη εις το δωμάτιόν της. — Σεις πηγαίνετε να πλαγιάσετε, αφού μελετήσετε πρώτον τα μαθήματά σας, είπεν ο κύριος Παρδαλός προς τους υιούς του, και κυττάξετε να μην πιασθήτε, γιατί . . . αι! τόσο μόνον σας λέγω.

Ιδέ με, αν ειμπορέσης, είπεν η Βεάτη πλησιάζουσα το ανημμένον κηρίον εις το πρόσωπον και τοποθετουμένη εις τρόπον ώστε ν' αντικρύση το βλέμμα της ξένης. — Είσαι αγαθή, είπεν αύτη. — Τώρα θα σε αφήσω, κόρη μου. — Διατί; είπε παραπονετικώς η νέα. — Δεν είνε καιρός να έλθη εκείνη η γυνή; — Ναι, είπεν η ξένη. — Θα λάβω μόνον τον τύπον του κλείθρου.

Οι πλείστοι χριστιανοί της εποχής εκείνης, αμφιρρέποντες εισέτι μεταξύ του Χριστού και των ειδώλων ωμοίαζον την εν Χίω ευλαβή εκείνην γραίαν, ήτις καθ' εκάστην ανήπτε κηρίον προ της εικόνος του Αγίου Γεωργίου και έτερον προ της του Διαβόλου, λέγουσα ότι καλόν είναι να έχη τις φίλους πανταχού.

Αυτά λοιπόν λέγουν ότι προέρχονται από το εξής· όταν δηλαδή το κηρίον μέσα εις την ψυχήν είναι βαθύ και πολύ και λείον και καλώς ετοιμασμένον, τότε όσα διέρχονται από τας αισθήσεις μας τα αποτυπόνομεν εις αυτό το &κηρ& της ψυχής μας, καθώς το ωνόμασε ο Όμηρος, διά να κάμη υπαινιγμόν με την ομοιότητα αυτού προς το κηρίον.

Πρώτην τότε φοράν αφού επάτησα εις την Ελλάδα συνέβαινε να ποθήσω τας ακτίνας εκείνας, των οποίων τοσάκις είχον καταρασθή την ανηλεή μονοτονίαν. Ημέραν ως εκείνην μαύρην και σκοτεινήν μίαν μόνον ηδυνάμην ν' ανεύρω εν τη μνήμη μου, ην διήλθον εν Αμβέρση των Κάτω Χωρών, περιάγων κηρίον υπό τας κοσμούσας τους τοίχους του κοιτώνας μου εικόνας του Τενιέρου και Βαν Οστάδ. Αλλ' εις τον Άγ.

Πριν κάμωμεν τον σταυρόν μας εσηκώθηκεν ο Κωστής. Αλλά το υποζύγιον θα επήγεν εκεί προς ανατολάς, εις το σύσκιον μέρος, ανάμεσα εις λόχμας και φράκτας, και δεν το εβλέπαμεν. Ανάγκη να τρέξη ο Κωστής, διά να το ανακαλύψη κάπου. Αλλά θα ήτο μεγαλειτέρα ευκολία, είς να κρατή το κηρίον, και άλλος να έχη τας χείρας ελευθέρας διά να συλλάβη το ζώον άμα το εύρισκε.

Είχον επιπασθή με στρώμα σακχάρεως, επί της οποίας ετέθησαν σταυροειδώς σταφίδες· κλωναράκια δύο ξηρού βασιλικού και μαντζουράνας συνεπλήρουν την όλην ευπρέπειαν με πολλήν σεμνότητα. Ένα κηρίον εμπηγμένον εις το μέσον ήτο αναμμένον.

Τ' αναπηδήσαντα από τους οφθαλμούς της δύο δάκρυα δεν τα είδε κανείς, κανείς, ουδέ το σκότος, διότι ευθύς αι χειρίδες της τα εξήλειψαν. Διά σταθεράς χειρός ήναψε μικρόν κηρίον, ενέπηξεν αυτό επί του εδάφους, προ του εικονισματίου της και γονυπετήσασα ητένισεν αυτό ευλαβώς.

Εγνώριζεν ο αγαθός γέρων ότι η καρδία των παιδίων ομοιάζει το μαλακόν κηρίον, το οποίον ευκόλως λαμβάνει πάσαν εξωτερικήν εντύπωσιν· και ότι ως εκ τούτου αι παιδικαί καρδίαι σχηματίζονται κατά τα καλά ή κακά παραδείγματα, τα οποία ενώπιόν των έχουν.

. . . Και τώρα, μετά είκοσιν έτη, όταν ήρχισα ήδη να φθίνω, αφού κατά κόρον εγεύθην της ζωής όλην την τρύγα και την πικρίαν, εάν εγώ εζήτουν να ζώσω με κηρίον τον ναόν της Μάρτυρος, ούτε κηρίον πλέον αγνόν θα ηδυνάμην να εύρω, διότι από πολλού όλοι οι κηροπλάσται επώλουν νοθευμένα κηρία, και οι μελισσοτρόφοι αυτοί είχον μάθει να νοθεύωσι το κηρίον πριν το πωλήσουν.