United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρώτην τότε φοράν αφού επάτησα εις την Ελλάδα συνέβαινε να ποθήσω τας ακτίνας εκείνας, των οποίων τοσάκις είχον καταρασθή την ανηλεή μονοτονίαν. Ημέραν ως εκείνην μαύρην και σκοτεινήν μίαν μόνον ηδυνάμην ν' ανεύρω εν τη μνήμη μου, ην διήλθον εν Αμβέρση των Κάτω Χωρών, περιάγων κηρίον υπό τας κοσμούσας τους τοίχους του κοιτώνας μου εικόνας του Τενιέρου και Βαν Οστάδ. Αλλ' εις τον Άγ.

Κατέβην εκ του αμπελώνος εις τον δρόμον και διηυθύνθην προς το παρεκκλήσιον, με την κεφαλήν προς την γην κεκλιμένην, ωσεί προσπαθών ν' ανεύρω επί του χώματος τα ίχνη εκείνων μετά των οποίων τοσάκις επορεύθην εκεί. Ήμην εισέτι μακράν του περικυκλούντος τον ναΐσκον άλσους, ότε είδον προβαίνουσας εκ των δενδρων μορφάς γυναικείας και παιδία τρέχοντα περί αυτάς.

Το τελευταίον τούτο έκλινα να υποθέσω ιδιαιτέραν μου ψυχοπάθειαν, μέχρις ου έτυχε ν' ανεύρω εις την Φιλοσοφίαν του Ασυνειδήτου του Έδ. Χάρτμαν ακριβή του ικανώς, ως φαίνεται, συνήθους τούτου φαινομένου περιγραφήν.

Δεν έχω παρά ολίγας λέξεις να προσθέσω: Έχω αναδιφήσει εις όλας τας βιβλιοθήκας της Ευρώπης διά ν' ανεύρω τα έργα του δόκτορος Γκουντρόν και του καθηγητού Πλουμ, αλλά μέχρι τούδε, μεθ' όλας τας προσπαθείας μου, δεν κατώρθωσα ν' ανεύρω ούτε έν αντίτυπον αυτών. Το πηγάδι και το εκκρεμές. Impia tortorum lougos huc turba furores Sanguinis innoncui, non satiata, aluit.

Εις θρήνους και παράπονα έχασα μίαν ώραν, κατά το διάστημα της οποίας εύκολον ήτο ν' ανεύρω δέκα άλλας εφημέρους, προθύμους να με αποζημιώσουν διά την απώλειαν της μιας. Όταν ενόησα επί τέλους το σφάλμα μου, τούτο ήτο ανεπανόρθωτον, διότι ήμην ήδη γέρων εις ηλικίαν δύο ωρών.

Μετά δυσκολίας ηδυνήθην ν' ανεύρω μεταξύ του συνωθουμένου πλήθους τους παραμείναντας εκ των εξ Ελλάδος συνταξειδιωτών μου. Το σημείον της αναχωρήσεως δεν είχεν εισέτι δοθή, ώστε δεν ήτο εύκολον να διακρίνω τίνες εκ των πολλών θα προστεθούν εις τους επιβάτας του ατμοπλοίου, και τίνες ήλθον προς αποχαιρετισμόν των αναχωρούντων.

Είχα την πεποίθησιν ότι θ' ανεύρω τους δύο σάκκους, και εσυλλογιζόμην πώς θα πωλήσω τα χρυσά και αργυρά σκεύη, σχεδιάζων πώς διά του προϊόντος αυτών θα μεταβώ μετά της οικογενείας μου εις Ιταλίαν,― εις Αγγλίαν ίσως,― και οποίου είδους εμπόριον εκεί θα διοργανίσω, η δε φαντασία μου έπλαττεν εικόνας μελλούσης επιτυχίας.

Ο μη γνωρίσας την αγαθοτάτην ταύτην μητέρα προ του θανάτου του υιού της, θα την εκλάβη ίσως ως γυναίκα τραχέος και σκληρού χαρακτήρος, αφού εγώ αυτός εδυσκολευόμην πλέον να ανεύρω εν αυτή την άπειρον εκείνην φιλανθρωπίαν, ήτις την έκαμνε να φείδηται και να συμπονή και αυτήν την άψυχον φύσιν, και ως εκ της οποίας δεν υπέφερε να ίδη ουδέ μίαν όρνιθα σφαζομένην.

Αλλ' ενώ έλεγε ταύτα εσταμάτησεν αιφνιδίως, αφήκε την κεφαλήν του να καταπέση και εφάνη ως να ήθελε ν' ακούση ένα κρότον τον οποίον δεν ηδυνάμην εγώ ν' ακούσω. Είτα ανετινάχθη, παρετήρησε δεξιά και αριστερά και εψιθύρισε τους στίχους του Επισκόπου του Τσιστέστερ: «Εκεί κάτω θα με περιμένης! Θα σπεύσω να σε ανεύρω εις την βαθείαν αυτήν κοιλάδα».

Τα λουτρά, ο κήπος, η οικοκυρά, και πλην αυτών η ωραιοτέρα βάρκα της Σύρου, ανήκον τότε εις τον άνθρωπον εκείνον, του οποίου μόνον το όνομα δεν ηδυνάμην να ενθυμηθώ. Επί τέλους όμως κατώρθωσα να ανεύρω και τούτο· — Ο Αργύρης Ζώμας! ανέκραξα τρίβων τους οφθαλμούς μου. — Όλος-όλος, απεκρίθη ο δυστυχής σπογγίζων τους ιδικούς του. — Και πώς κατήντησες εδώ;