United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εντός του λάκκου εθέσαμεν τους σάκκους, τον ένα επί του άλλου, τους εκαλύψαμεν έπειτα, επατήσαμεν το χώμα προς ισοπέδωσιν της σκαφείσης γης, και βεβαιωθέντες ότι ουδείς μας παρετήρησεν, επεστρέψαμεν προς την οικίαν. ― Μη λησμονήσης αυτήν την παρακαταθήκην, με είπεν ο πατήρ μου. Αν αποθάνω εγώ, συ είσαι ο προστάτης της μητρός και των αδελφών σου.

Άλλοι εξ αυτών έφερον σάκκους πλήρεις, άλλοι εκρατούσαν ως ράβδους υψηλά κοντάρια, κ' η τσέπες των αμπαδένιων επανωφορίων και περισκελίδων των, εφαίνοντο κάπως φουσκωμένες. Είχαν βγάλει από τα κοντάρια τους γάντζους και τα καμάκια, και τα έφερον εις της τσέπαις των, ίσως διά να μη δίδουν υποψίας. Δύο εκ τούτων εκράτουν ανά μίαν απόχην, και άλλοι εβάσταζον κουβαριασμένα χονδρά σχοινία, πισσωμένα.

Αλλά δεν ήτο πάντοτε εσπέρα, όταν έβαινες προς την αμμώδη εκείνην παραλίαν με ταβαθή ύδατα, και δεν έβλεπες πάντοτε ομάδας ανθρώπων επιστρεφόντων εκ του ναυπηγείου, ουδέ πτωχών γυναικών φορτωμένων σάκκους πλήρεις πελεκουδίων επί των ισχνών ώμων των. Ήτο πρωία, και δεν είχε παρέλθει ο χειμών, και δεν είχαν ακόμη σκαρώσει τα μεγάλα σκάφη.

Φυλλομετρών αδιακόπως, νήστις και σκεπτικός, το μέγα κατάστιχον του αλευροπωλείου του, έκαμνε λογαριασμούς, κ' επάνω εις τους λογαριασμούς άλλους λογαριασμούς, και κατόπιν ακόμα άλλους, χωρίς τέλος, ψιθυρίζων σάκκους και αριθμούς: — Τα βερεσέδια, Θωμαή. Θα μας φάνε. Είπε μίαν εσπέραν, λίαν σκεπτικός.

Είχα την πεποίθησιν ότι θ' ανεύρω τους δύο σάκκους, και εσυλλογιζόμην πώς θα πωλήσω τα χρυσά και αργυρά σκεύη, σχεδιάζων πώς διά του προϊόντος αυτών θα μεταβώ μετά της οικογενείας μου εις Ιταλίαν,― εις Αγγλίαν ίσως,― και οποίου είδους εμπόριον εκεί θα διοργανίσω, η δε φαντασία μου έπλαττεν εικόνας μελλούσης επιτυχίας.

Άλλαι φορτωμέναι σάκκους, υπερηφάνως υψηλούςαι φαιδρότεραι και πλέον ανοικτόκαρδαιάλλαι σακκία, πεπιεσμένα προς τα κάτωαι σιωπηλότεραι και μάλλον εργατικαίάλλαι κόφφας ακανθωτάς, καταπονούσας τους ώμουςαι καταβασανισμέναι χήραικαι άλλαι πάλιν μικρούς καλάθους εις την χείρα, πλήρεις λαχάνων και μυκήτωναι φιλόζωοι γραίαικαι συνανεμίγνυντο μετ' αυτών, διακόπτοντα τα βήματά των, παιδία φαιδρά, κορασίδες, βαστάζουσαι κλάδους μύρτων με τα μαύρα και υαλιστερά ως οφθαλμούς όφεως μούρτα, τον μαύρον γυαλιστερόν καρπόν της μύρτου, και κλάδους αγροτικής κομάρου με τα κατακόκκινα κούμαρα, και νεανίσκοι κρατούντες από του ποδός μαύρον κόσσυφον, τινάσσοντα τα ελαφρά πτερά του, να πετάξη εις τον εγγύς δρυμόν.

Ναι· ο Δαίμων είχε δίκαιον. Λέγω τότε κατ' εμαυτόν: — Και είνε τάχα μηδέν η Αξία; Το Φάσμα ενόησε την σκέψιν μου και απήντησε: — Βλέπεις εκεί σάκκους ορθίους και υψηλούς, φαινομένους από τόσον μακράν; Πλησίον αυτών και επί του εδάφους ευρίσκονται άλλοι σάκκοι κενοί, και ερριμένοι κάτω. Μόλις τους διακρίνεις εκείνους.

Εν τοσούτω τα βέλη εσύριζον αδιακόπως και μετ' ολίγον παν ό,τι έζη κατέπεσε με τους τελευταίους σφαδασμούς της αγωνίας. Τότε εις το στάδιον ώρμησαν εκατοντάδες δούλων ωπλισμένων με αξίνας, με πτυάρια, με σάρωθρα, με χειραμάξια με κάνιστρα διά να συλλέξουν και αποκομίσουν τα πτώματα και σπλάγχνα. Έφερον δε και σάκκους πλήρεις άμμου.

Μετά την καταστροφήν του «Αρκαδίου» την επανάστασιν της Κρήτης ανέλαβε να επισιτίζη και εφοδιάζη ο πλοίαρχος Σουρμελής διά της «Ενώσεως» και έστιν ότε διά της «Κρήτης». Και εξετέλεσεν 25 πλόας, καθ' ους απεβίβασεν εις Κρήτην 4,000 μαχητάς, 7,000 κιβώτια όπλων και πολεμοφοδίων, 1600 δέματα ενδυμάτων, υποδημάτων και φαρμάκων και 52,000 σάκκους αλεύρου.

Τον δε άλλον σάκ- κον, αφού έσχισεν αυτόν, διεβίβασε και τα δύο ταύτα μέρη διά των οχετών της ρινός, έχοντα συγκοινωνίαν με τον πρώτον, ούτως ώστε όταν εκείνος δεν ήθελε διέλθει διά του στόματος, να πληρώνται εκ τούτου και πάντα τα ρεύματα του άλλου . Το άλλο δε μέρος Δ. | του πλέγματος προσεκόλλησεν εις το κοίλον μέρος του σώ- ματος ημών, και το όλον τούτο ομού έκαμεν άλλοτε να συρρέη ομαλώς εις τους σάκκους, διότι είναι εξ αέρος, άλλοτε δε οι σάκ- κοι να ρέωσιν οπίσω.