United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απ' το Ίλιο μ' έφερ' άνεμοςτην άκραν των Κικόνων, την Ίσμαρο• κ' εξέκαμα την πόλι και τους άνδραις• Και όσαις γυναίκαις πήραμε και πλούτη από την πόλι, 40 ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας. και τότ' εγώ να φύγουμεν εκείθ' ευθύς με βία παρακινούσα, αλλ' οι μωροί ν' ακούσουν δεν ήθελαν. και αυτού πίνονταν άδολο κρασί πολύ, κ' εσφάζαν 45 εις τ' ακρογιάλι αρνιά πολλά και στριφοπόδα βώδια. πήγαν ωστόσο οι Κίκονες τους Κίκοναις να κράξουν, γείτοναις, 'που πλειότεροι και ανδρειότεροι απ' εκείνους εκατοικούσαντην στερηά, και απ' τ' άλογα εγνωρίζαν να πολεμούν, ή και πεζοί, αν το 'θελεν η ανάγκη. 50 τόσ' ήλθαν, όσ' η άνοιξι φύλλα φυτρόνει και άνθη, πρωί• τότ' ήλθε του Διός μοίρα κακή κοντά μας των δύστυχων, όπ' έμελλε πολλά να φέρη πάθη. την μάχη στήσαν και άρχισαν προς τα γοργά καράβια, και απ' τα δυο μέρη ερρίχνονταν τα χάλκινα κοντάρια. 55 και όσ' ήτο αυγή και τ' άγιο φως αύξαινε της ημέρας, προς τους πολλούς τον πόλεμον κρατούσαμεν οι ολίγοι• αλλ' άμ' ο ήλιος έγερνεν, όταν τα βώδια λυώνται, τους Αχαιούς εσύντριψαν οι Κίκονες κ' εσπρώξαν. έξι ανδρειωμένοι σύντροφοι μέσ' από κάθε πλοίο 60 χάθηκαν και απ' τον θάνατον σωθήκαμεν οι άλλοι. θλιμμένοι εμπρός επλέαμεν, μακράν από τον χάρο πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι. αλλά δεν μου ξεκίνησαν τα ισόμετρα καράβια, πριν τρεις φωνάξουμε φοραίς τους άμοιρους συντρόφους, 65 όσουςτον κάμπον έστρωσαν τ' ακόντια των Κικόνων. και ο Δίας μας εσήκωσεν ο νεφελοσυνάκτης ζάλην φρικτήν απ' τον Βορηά, κ' ετύλιξετα νέφη πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα• κ' έτρεχαν επικέφαλα, και τα πανιά τους όλα 70 έσχισεν, ετετάρτιασεν η δύναμι του ανέμου, κάτω τα εσύραμεν ευθύς, μη μας καταποντίσουν, και λάμνοντας εφέραμεν εις την στερηά τα πλοία. ασάλευτοι αυτού μείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις, και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. 75 η τρίτη ως έλαμψεν αυγή, τα κάτασπρα πανία εις τα κατάρτια απλώσαμε, καθίσαμε και ωδήγαν τα πλοία μας ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις. και άβλαπτος τότε θα' φθανατην ποθητήν πατρίδα, αλλ' ως τον Μαληά γύριζα, το κύμα και το ρεύμα 80 και ο Βορηάς πολύ μακράν μ' έδιωξαν των Κυθήρων. κατόπιν άνεμοι κακοί μ' έδερναν εννηά 'μέραις, 'ς την ιχθυοφόρα θάλασσαν ήλθαμε την δεκάτη των Λωτοφάγων εις την γη, 'πώχουν τροφή τους άνθη.

Και την πρωίαν εκείνην, το Σάββατον, πριν επιβή της ημιόνου διά να υπάγη εις το μέγα κτήμα του, εις την Κεχριάν, όπου είχεν έπαυλιν και αγροτικήν οικίαν, διά να αλλάξη τον αέρα, κ' ο δρόμος του ήτο να περάση από τον ναόν του Προφήτου Ηλία, όπου έφθασε λίαν πρωί, είχεν ανοίξει το συρτάρι και είχε βγάλει έν πλήθος ομόλογα, άλλα συμβόλαια, άλλα επί χαρτοσήμου και τ' άλλα εφ' απλού χάρτου, κ' είχε στείλει να καλέση πέντ' έξ πτωχούς γέρους, παλαιούς ναύτας, αποζώντας με 12 δραχμών σύνταξιν από το Απομαχικόν, και δέκα ή δώδεκα χήρας, κι' άλλα τόσα ορφανά κοράσια, κ' έδειξε τα ομόλογα, και τα έσχισεν επί παρουσία των, κ' είπε: — Να παρακαλήτε για την ψυχή μου, αν πεθάνω.

Ανευρεθείς την επιούσαν ακίνητος και άπνους, εκηρύχθη νεκρός, και μετά την παρέλευσιν της νομίμου προθεσμίας, το σώμα αυτού παρεδόθη εις χειρουργόν τινα, ίνα εξακριβώσει την αίτίαν του θανάτου. Αλλ’ άμα έσχισεν η μάχαιρα την κοιλίαν του αββά και ευθύς ανεπήδησε κρουνός θερμού αίματος, ενώ γοεραί κραυγαί εξήρχοντο του στόματος του ανατεμνομένου.

Τον δε άλλον σάκ- κον, αφού έσχισεν αυτόν, διεβίβασε και τα δύο ταύτα μέρη διά των οχετών της ρινός, έχοντα συγκοινωνίαν με τον πρώτον, ούτως ώστε όταν εκείνος δεν ήθελε διέλθει διά του στόματος, να πληρώνται εκ τούτου και πάντα τα ρεύματα του άλλου . Το άλλο δε μέρος Δ. | του πλέγματος προσεκόλλησεν εις το κοίλον μέρος του σώ- ματος ημών, και το όλον τούτο ομού έκαμεν άλλοτε να συρρέη ομαλώς εις τους σάκκους, διότι είναι εξ αέρος, άλλοτε δε οι σάκ- κοι να ρέωσιν οπίσω.

Όλα ταύτα εξετελέσθησαν ακριβώς· ο Κύρος, λαβών τον λαγωόν, τον έσχισεν, εύρε την περιεχομένην επιστολήν και την ανέγνωσεν, ιδού δε τι διελάμβανεν αύτη· «Ω υιέ του Καμβύσου, βεβαίως οι θεοί σε προστατεύουσι, διότι άλλως δεν ήθελες φθάσει εις την παρούσαν ευτυχίαν. Εκδικήθητι λοιπόν τον φονέα σου Αστυάγην, διότι κατά την θέλησιν μεν αυτού συ απέθανες, χάρις δε εις τους θεούς και εις εμέ έζησας.

Τότε τα ρούχα του έσχισεν απάνω απ' το τραπέζι, το μαντικό παιδί ευθύς, και με φωνή μεγάλη ρωτάει: ποιος εγύρευε να με σκοτώση εμένα; απάντησέ μου, γέροντα! η σκέψη ήταν 'δική σου και το ποτήρι έλαβα απ' το δικό σου χέρι. Παίρνει ευθύς το γέρικο το χέρι του και ψάχνει, και βρίσκει πεια στα φανερά τον γέρο για φονηά του.