United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' έως εδώ ήτο θέλημα Κυρίου να φθάση. Υψηλή, στρογγυλοπρόσωπος, μαυρομαλλούσα και μαυροφρυδούσα, με μίαν χάριν σελαγίζουσαν, όταν ετέθη εις το φέρετρον με τα κάτασπρα, ωμοίαζεν όχι με νεκρόν, αλλά με νύμφην εντός της παστάδος.

Οι σοφοί σκύψανε τα κεφάλια τους, με τα μακρυά τους κάτασπρα μαλλιά, οι μάγοι κύτταξαν ταστέρια και, γυρίζοντας κατά τον Ρήγα, του είπαν: «Το παιδί αυτό θα γίνη μεγάλος σοφός και μεγάλος μάγος, μεγαλείτερος από μας». Το μωρό, σαν νάκουσε τα λόγια των μάγων και των σοφών, εκάρφωσε τα μάτια του απάνω στις άσπραις γενειάδες και χαμογέλασε πάλι.

Ωιμέ! που δε μ' εγέννησε με σπάραχνα η μητέρα, νάπεφτα μέσ' στη θάλασσα να σου φιλώ το χέρι αν δε σ' αρέση να φιλώ το γλυκερό σου στόμα· κ' είτε με κρίνα κάτασπρα να σε φιλοδωρούσα είτε με κοκκινόφυλλες κι ώμορφες παπαρούνες. Εκείνα καλοκαίρι ανθούν και τούτες το χειμώνα.

Και τι θα πη ραμαζάνι; — Ποιος ξέρει! Της άλλης το βρέφος εξύπνησεν εις τας αγκάλας, κ' ήρχισε τα κλάματα, και δεν ήθελε να μερώση, με όλα τα νανουρίσματα και τα τραγούδια, που του έλεγεν η μάνα του. Η κανονιές είχον αντηχήσει πολύ, κ' εβόησεν όλη η Ηχώ, η Αναγκιά του Κάστρου αντικρύ στα δυο κάτασπρα νησιά, στους βράχους και στα άντρα.

Στην νοτεινή γωνιά της κάμαρας είνε το νυφικό, απλό ξύλινο κρεββάτι, νωποστρωμένο, κάτασπρο, καθαρώτατο, με πολύχρωμο μεταξωτό γαλάζιο πάπλωμα, δύο μεγάλα μαξιλάρια χιονάτα με πλατιές δαντέλες στης άκρες, και με κουρτίνες και τουρναλέτο, απλά όλα μα κάτασπρα. Το έστρωσε, λίγο προτήτερα, ο Σερέτης και τώρα κάθεται αντίκρυ του και το καμαρώνει.

Τα βουνά, τα στολισμένα με πυκνά δάση από ψηλά, αντρειωμένα, δροσερά έλατα, με τις στογγυλές και γλυκειές ραχούλες τους, με τις πρασινάδες και τις αγράμπελές τους, με τις πλαγιές τους φουντωμένες από πράσινα πλατάνια, από χαμηλούς κέδρους, και κατάψηλους γαύρους, το χωριό με τα μικρούλια σπιτάκια του που τάλουζε απαλά κατάχρυσος ήλιος, με τα τρεχάμενα νερά και το βοητό τους, με κηπαρέλια που πρασίνιζαν οι κλαρωτές φασουλιές και βόσκαγαν στα γρασίδια τους κάτασπρα μαρτίνια αρνάκια, το χωριό τόμορφο, το δροσερό και το χαριτωμένο, πόσο είταν αλλιώτικο με τον πόνο της καρδιάς της, και πώς φαίνουνταν καμωμένο να χαμογελάη στην ομορφιά της και στην ευτυχία της, στην ομορφιά που την είχε και στην ευτυχία που της την έκλεψε μαζί του πέρα στην Πόλη ο άντρας της.

Είπ', εσηκώθη και εις αυτόν κατόπ' οι σκηπτροφόροι• να εύρη επήγε ο κήρυκας τον αοιδόν τον θείον• και αγόρια αφού διαλέχθηκαν πενηνταδυό, κινήσαν, ως πρόσταξε, της άπατης θαλάσσης προς την άκρα. και εις το καράβι ως έφθασαν, κάτωτο περιγιάλι, 50 έσυραν εις την θάλασσα τ' ολόμαυρο καράβι• κατόπι εφέραν κ' έστησαν κατάρτι και πανία, με τρυπωτήραις τα κουπιά δερμάτιναις εδέσαν, με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα κάτασπρα πανία, και τ' άραξαν σιμάτην γη ψηλά• κατόπι εβγήκαν, 55 και εις το παλάτι επήγαιναν του φρόνιμου Αλκινόου. γέμισαν τότ' η αίθουσαις, η αυλαίς και οι δρόμοι απ' άνδραις, 'που ολούθ' ερχόνταν, γέροντες πολλοί μαζή και νέοι. δώδεκ' αρνιά τους έσφαξεν ο Αλκίνοος και οκτώ χοίρους λευκόδονταις, στριφόποδα δυο βώδια, και ως τα εγδάραν 60 τα εσυγυρίσαν κ' έφθειασαν το πρόσχαρο τραπέζι.

Κοκκινήσανε » Τα κάτασπρα λιθάρια, » Τα χόρτα και τα χώματα »'Σ το αίμα του τυράννου.» «'Σ τους Τούρκους επετούσανε » Τα βόλια 'σα βροχούλα. » Ο πόλεμος εκράτησε » Απ' το πρωίτο βράδι, » Κοπάδι Τούρκους έστειλα »'Σ τον σκοτεινό τον Άδη. » Ο Λάμπρο Ζήκος 'φώναξεν » Από ψηλή ραχούλα: »

Τότε για να καταλάβη καλύτερα πήγε στο δεξί της θύρας, σήκωσε το σκέπασμα από τον καθρέφτη και για πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης της, κύτταξε μέσα το πρόσωπό της. Είδε τα μαλλιά της κάτασπρα βαμβάκι και το πρόσωπό της, πρόσωπο βάβως! Όλη η δροσιά του προσώπου της είταν φευγάτη! Αναστέναξε μες από την καρδιά της, κι' είπε με καημό μεγάλο: — Γέρασα η καημένη, και δεν τώξερα!

Ο ήλιος εζέσταινεν όλα τα άνθη τον κήπου εκείνου, μεγάλα και μικρά, και εμεγάλωνε το χαμόμηλον, έως ότου μίαν αυγήν ήνοιξε και ήπλωσεν έν στεφάνι από κάτασπρα φύλλα τριγύρω εις ένα μικρόν κίτρινον ήλιον, τον οποίον είχεν εις την μέσην.