United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΙΠΠΟΤ. Με τα στοιχεία πιάνεται τα εξαγριωμένα· κράζειτον άνεμον την γην να την καταποντίση, ή τ' αφρισμένα κύματα να τα υψώση τόσον, ώστε ν' αλλάξη ή να χαθή το σύμπαν! — Ξερριζώνει τα κάτασπρά του μαλλιά, — και η ανεμοζάλη τ' αρπάζει απ' τα χέρια του, τυφλή από την λύσσαν, και τα σκορπά εδώ κ' εκεί! Εις τον μικρόκοσμόν του να ξεπεράση προσπαθεί την πάλην των στοιχείων. ΚΕΝΤ Μόνος του είναι;

ΚΟΡΔ. Τα κάτασπρα μαλλιά σου να ελεήσουν έπρεπε, κι' αν κόραι σου δεν ήσαν.

Γαλάζια πάντοτε η «Γαλανομμάτα» με άσπρο ζουνάρι. Με πανάκια κάτασπρα. Συγυρισμένη πάντοτε η «Γαλανομμάτα», λαμπροφορεμένη πάντοτε. Και ο Μανώλης της Αλτανούς όρθιος, εις την πρύμνην, κρατών τα πηδάλιον και καμαρώνων εαυτόν. Καταγάλαζος και ο Μανώλης. Με την γαλάζιαν βλούζαν του και τον γαλάζον κούκκον του. Θαρρείς και ανέδυσεν εκ του βυθού του κυανού πόντου. Κυάνεος. Κυανοπλόκαμος.

Τα κύματα δεν φοβίζουν πλέον. Ακτινοβολούν φως και ζωήν. Αρνάκια κάτασπρα, καμπουρωτά, σκιρτώσιν εν τη υγρά του Αιγαίου πεδιάδι και ακούεις τον γλυκύν βληχασμόν των. Χοροπηδούν. Κάθηνται. Γελούν. Φωνάζουν. Παίζουν. Συμπλέκονται. Φιλιούνται. Απορροφώνται. Χάνονται, κ' αίφνης αναγεννώνται.

Κέντα, Χρυσάιδω μου καλή, κέντα χρυσό μου ταίρι, Κέντα στες τέσσερες γωνιές της σκλάβας Εκκλησιάς μας, Τέσσαρα κάτασπρα τζαμιά, θεώρατα, μεγάλα, Γυρμένα ξάπλα καταγής, συθέμελα πεσμένα, Σα να είταν ξεθεμέλειωτοι, σεισμοδαρμένοι πύργοι... Κάθε τζαμί κατάκοιτο να δείχνη κι’ έναν τόπο : Τώνα να δείχνη τη Φραγκιά και τ’ άλλο τη Ρωσσία, Το τρίτο την Ανατολή, το τέταρτο τη Μέκκα... Κάθε τζαμί από κάτω του νάχη κι’ απώνα Χότζα Με πασουμάκια κίτρινα και πράσινο σαρίκι.

Κ' εγώ θυμούμαι ταις βραδειαίς αυταίςτην ξενητειά μου Που με τραγούδια με χαραίς εφτέρωνε η καρδιά μου 'Στη λίμνη των Γιαννίνων μου, 'ς τη λίμνη αλήθεια εκείνη Που κάθε μια νυμφαία της και κάθε καλαμιά της Κρύβει Νεράιδες ώμορφαις, κ' εις κάθε ακρογιαλιά της Με τραγουδάκι ερωτικό κάθε της κύμα σβύννει· Κ' εκείνο τώμορφο νησί με το μικρό βουνό του, Με μοναστήριατη κορφή, 'ς τα πλάγια, 'ς το ριζό του, Με ταις βαθειαίς του ταις σπηληαίς, Τα κάτασπρα τα σπήτια του μέσ' ς τα κλαριά χωμένα Κλαριά γιομάτα χλωρασιά και πάντα φυλλωμένα, Πώχουν αμέτρηταις φωληαίς Πουλιά μικρά γλυκόλαλα λογιών-λογιών χιλιάδες, Κ' εμπρός τα πλάγια του βουνού γιομάτα πρασινάδες . . . Πατρίδα μου! πώς απ' τον νου εγώ να σε ξεγράψω!

Και τα νερά ανατριχιάζουν ολόγυρά της και έπειτα γίνονται καθρέφτες και την καθρεφτίζουν. Και οι νυμφαίες γέρνουν και φιλούν τα ξανθά της τα μαλλιά. Και λέει η Πεντάμορφη: «Όποιος μπορεί να με φιλήση, χωρίς να σπάση τον καθρέφτη των νερών και χωρίς να σκοτώση μια νυμφαία, αυτός είναι δικός μου». Την ώρα που πεθαίνει η ζωή μέσα στα μεγάλα σκοτάδια, απλώνεται η Πεντάμορφη στα κάτασπρα σεντόνια.

Σαν ο γόνος του μελισσιού που ρίχνει και φεύγει από το κρινί και σκαλώνει απανωτό στριμωμμένο στο πρώτο κλωνάρι του κλαριού που τυχαίνει μπροστά του και το κλωνάρι μαυρίζει ολόβολο, έτσι μαύρισαν τώρα τα κάτασπρα εκείνα κι αστραφτερά σα χιόνια μαρμαροσώρια, από τα πλήθη που κόλλησαν απανουθιό τους.

Το δε χαμόμηλον ηυχαρίστησε τον Πλάστην του, ότι ήτο ταπεινόν και ασήμαντον άνθος, και όταν ο ήλιος εβασίλευσεν, έκλεισε τα φύλλα του και απεκοιμήθη, και ωνειρεύετο τον ήλιον και την κίχλαν. Όταν εξημέρωσε, το άνθος ήνοιξε πάλιν τα κάτασπρα φύλλα του και τα ήπλωσε προς τον ήλιον, και ήκουσε την φωνήν της κίχλας. Αλλά δεν εκελαδούσε χαρούμενη καθώς χθες.

Σαν ο γονός του μελισσιού που ρίχνει και φεύγει από το κρινί και σκαλώνει απανωτό στριμωμμένο στο πρώτο κλωνάρι του κλαριού που τυχαίνει μπροστά του και το κλωνάρι μαυρίζει ολόβολο, έτσι μαύρισαν τώρα τα κάτασπρα εκείνα κι αστραφτερά σα χιόνια μαρμαροσώρια, από τα πλήθη που κόλλησαν απανουθιό τους.