Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Ν' αφήση εκείνο το ωραίον μέρος, όλες εκείνες της πεταλουδίτσες, που την διεσκέδαζαν και να πάγη, πού; Εις το σχολείον! Ω, όχι. Καλή Νεράιδα, της λέγει, εσύ που μου κάμνεις ό,τι θέλω, δεν πηγαίνω εις το σχολείον. Άφησέ με να μείνω πάντα εδώ, τι τα θέλω τα γράμματα! Εκείνην την στιγμήν ανάμεσα εις της πρασινάδες είδεν η Ανθούλα ένα μεγάλο λουλούδι απλωμένοτον ήλιον ολόχρυσο σαν φορεματάκι.

Τούτο το Παλάτι ήτο περικυκλωμένον από τα τρία του μέρη από ένα τερπνότατον περιβόλι, του οποίου το έδαφος ήτο στολισμένον με πολυποίκιλες πρασινάδες, με διάφορα νερά, που εσχημάτιζον διάφορα παιγνίδια, με δάση πολυειδών δένδρων και ανθέων, και το πλέον ωραιότερον του περιβολίου ήσαν τα πολυάριθμα διαφόρων ειδών πουλιά, τα οποία με το εναρμόνιόν τους λάλημα εσχημάτιζον ένα επίγειον παράδεισον.

Ο τοίχος του περιβολιού μου είναι χαμηλός και βλέπω πέρα πέρα κάμπους και πρασινάδες. Ο ουρανός από πάνω μοιάζει σα γαλανή πεδιάδα που κοιμάται. Δε γυρέβω να μάθω αν είναι πουθενά κανένας πλανήτης στον ουρανό καλήτερος από το δικό μας. Δε γυρέβω να μάθω αν υπάρχει πουθενά καμιά αιώνια πρασινάδα. Έρημος ο κάμπος για μένα κι ο ουρανός ερημιά. Ξέρω πως η αγάπη πουθενά πια δε θα καρπώση.

Όταν περνούσαν κάτω από το κτηματάκι σταμάτησαν για λίγο και ο Έφις έδειξε με την τρυφερότητα ενός εραστή τον λόφο του, το φρύδι του λόφου όπου τα καλάμια τρεμούλιαζαν βαμμένα ροζ από το ηλιοβασίλεμα, το καλύβι κρυμμένο μέσα στις πρασινάδες να τον περιμένει. «Εδώ μένω όλο το χρόνο.

Ξέρουμε, λόγου χάρη, πράσινο και μαβί . Μα πόσα πράσινα είναι, που λέξη δε βρίσκουμε να τα ζουγραφίσουμε; Κοιτάξτε πόσα είναι τα δέντρα και πόσες οι πρασινάδες!Μα κοιτάξτε και χρωματιές, πόσες αποχρωματιές θέλει και πόσες ξεχρωματιές, για να πάη απαρατήρητα το μάτι μας από το πράσινο στο μαβί!

Εύρομεν ακατοίκητον το νησί, στολισμένον όμως με διάφορα είδη χόρτων και με πολυποίκιλα καρποφόρα δένδρα και με διάφορα νερά αναβρυστικά, που επότιζαν όλα εκείνα, τα χόρτα και δένδρα· επεριδιαβάζαμεν εδώ και εκεί εις τες πρασινάδες και εις τα εύμορφα άνθη.

Κ' εγώ θυμούμαι ταις βραδειαίς αυταίςτην ξενητειά μου Που με τραγούδια με χαραίς εφτέρωνε η καρδιά μου 'Στη λίμνη των Γιαννίνων μου, 'ς τη λίμνη αλήθεια εκείνη Που κάθε μια νυμφαία της και κάθε καλαμιά της Κρύβει Νεράιδες ώμορφαις, κ' εις κάθε ακρογιαλιά της Με τραγουδάκι ερωτικό κάθε της κύμα σβύννει· Κ' εκείνο τώμορφο νησί με το μικρό βουνό του, Με μοναστήριατη κορφή, 'ς τα πλάγια, 'ς το ριζό του, Με ταις βαθειαίς του ταις σπηληαίς, Τα κάτασπρα τα σπήτια του μέσ' ς τα κλαριά χωμένα Κλαριά γιομάτα χλωρασιά και πάντα φυλλωμένα, Πώχουν αμέτρηταις φωληαίς Πουλιά μικρά γλυκόλαλα λογιών-λογιών χιλιάδες, Κ' εμπρός τα πλάγια του βουνού γιομάτα πρασινάδες . . . Πατρίδα μου! πώς απ' τον νου εγώ να σε ξεγράψω!

Όχι! κι από το παράθυρο να σκύψω να διώ, δεν τα βλέπω πια τα δέντρα και τις πρασινάδες. Είναι νύχτα παντοτεινή για μένα. Αχ! τι καλός, τι ωραίος που είναι ο ήλιος! Δε θέλω! Δε θέλω! Κάτασπρο το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Φαίνεται πως έτσι θα πεθάνω, χτυπώντας χτυπώντας η καρδιά μου, ώςπου να πιαστή η αναπνοή μου. Πιάνεται. Ο Χάρος με πλακώνει..Το κεφάλι μου θα γίνη φλόγα. Ναι, σαν είμουνα παιδί!

Το νερό αργοκίνητο, χωρίς μουρμουρητά ή παράπονα, περνούσε αφλοίσβητο ανάμεσα στις πρασινάδες. Κάτω από τον ήλιο ο Ποταμός φορούσε τα χρυσάφια του και στολιζότανε με διαμάντια και με ζαφείρια· κάτω από το φεγγάρι έβαζε τασημένια του και φορούσε τα οπάλια και τα μαργαριτάρια του· μέσα στο σκοτάδι της νύκτας ντυνότανε τα μαύρα του βελούδα, κεντημένα με χρυσά άστρα.

Όλοι τους είταν κληρωτοί, κ' έφευγαν από τον τόπο τους για το στρατό, κατεβασμένοι άλλοι από της Αράχωβας τις ψηλές ράχες, άλλοι από του Λοιδωρικιού τα βουνά, κι άλλοι από τις μυρωμένες πρασινάδες και τα κρύα νερά του Χρισσού.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν