Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Ήρθε το ηλιοβασίλεμα και η γαλαζορόδινη θάλασσα, ζωντανή, αισθαντική, χαδιάρα, κούραζε πιο πολύ ακόμη το Ρένα. — Νάμαι ξαπλωμένος στη στεριά! στέναξε. — Κι' ούτε να τη βλέπω στα μάτια μου τη θάλασσα, έκανε σαν απήχηση η φωνή κάποιου ναύτη δίπλα του. Ώμορφες οι σημαίες των ολόγυρα καραβιών ανακατεύανε το χρώμα τους με το χρώμα τ' ουρανού και της θάλασσας.
Πυκνή συννεφιά σκέπαζε τον ουρανό, τόσο που το ηλιοβασίλεμα δεν έδειχνε κανένα χρωματισμό.
Το βάσανό μου αυτό εβάσταξε, λέγει, ως το ηλιοβασίλεμα, και τότε όλοι μαζί έφεραν το κεφάλι μου και το έθαψαν πίσω από της Παπαντής το Άγιο Βήμα· και θάφτοντας ετραγουδούσαν και μου έλεγαν: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!.... Μέσα στο καταφώνιασμα εκείνο ακούω μια φωνή να μου φέρνη το αέρι: — Ε από το μπάρκο!...ε!...
Κι’ ηλιοβασίλεμα λαμπρό και συννεφοχτισμένο Απλόνονταν ολόλαμπρα σα χρυσαφένιες λίμνες.
Κάθε ηλιοβασίλεμα ανεβαίναμε στο χωριό. Εμπρός εκείνη με τα κατσικάκια κουδουνοστόλιστα και παιγνιδιάρικα· πίσω εγώ με την αξίνα στον ώμο και τη μούλα φορτωμένη καψόξυλα. Άναβε τη φωτιά το Μαριώ να ετοιμάση το δείπνο μας.
Όταν περνούσαν κάτω από το κτηματάκι σταμάτησαν για λίγο και ο Έφις έδειξε με την τρυφερότητα ενός εραστή τον λόφο του, το φρύδι του λόφου όπου τα καλάμια τρεμούλιαζαν βαμμένα ροζ από το ηλιοβασίλεμα, το καλύβι κρυμμένο μέσα στις πρασινάδες να τον περιμένει. «Εδώ μένω όλο το χρόνο.
Ο Τζατσίντο άκουγε προβάλλοντας ψηλός και μελαψός στον πορφυρό ουρανό∙ ο ώμος του έτρεμε και ο Έφις, από κάτω, θαρρούσε πως έβλεπε να τρέμει όλος ο ορίζοντας. Ξαφνικά όμως ο Τζατσίντο έφυγε χωρίς να πει τίποτα και ο Έφις είδε μπροστά του το χώρο ελεύθερο, την κοιλάδα τριανταφυλλί αυλακωμένη από σκιές, ψηλά, ψηλά, μέχρι τους λόφους του Νούορο που διαγράφονταν μαύροι μέσα στο ηλιοβασίλεμα.
Τα υστερνά σύννεφα, που έκαναν το ηλιοβασίλεμα σα φλωρένιο κάμπο, λίγο κατ' ολίγο έγειναν μαύρα, φοβερά, κι' έλαβαν χίλιων λογιών μορφές, κι' η Νύχτα, που άρχισε ν' απλώνη τα φτερά της, έδινε ένα γλυκό φίλημα στο πρόσωπο της Ημέρας, που έφευγε, γέροντας πίσω από το φωτεινό όχτο, που φκιάνουν οι κορφές των βουνών, κι' επήγαινε περίλυπη να θαφτή στην απέραντη νεκρόπολη των περασμένων.
Ο κόσμος χόρευε και έπαιζε μουσική, το ηλιοβασίλεμα έβαφε τριανταφυλλί το καμπαναριό, τις στέγες, τα δέντρα τριγύρω. Από την εκκλησία έβγαιναν ψαλμωδίες δοξολογίας που συνόδευαν τη χορευτική μουσική, και μια μοσχοβολιά από λιβάνι που μπερδευόταν με τις μυρωδιές των περιβολιών. Όσο όμως και αν έψαξαν, δεν βρήκαν τον ψεύτικο άρρωστο στην αυλή, ούτε στην εκκλησία ή στους δρόμους τριγύρω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν