United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον κατατρέχει λοιπόν πάλι και τον ξεθρονίζει τον Αθανάσιο ο Κωστάντιος, και μάλιστα νύχτα και με στρατιώτες σα συνωμότη. Τάγματα αλάκερα περιτριγύριζαν την Εκκλησία του, ενώ έκαμναν οι πιστοί αγρυπνιά. Οι άγριες φωνές τω στρατιωτών απέξω έπνιγαν τις ψαλμωδίες της ακολουθίας, κ' έτρεμαν από το φόβο οι ορθόδοξοι μέσα.

Δεν θα το μαρτυρήσω σε κανένα, Του κάκου. Η γιαγιά δεν ήθελε να μου πη τίποτε... Ύστερα από λίγες μέρες έκλεισε τα μάτια της και πέθανε. Ήρθαν και την πήρανε με ψαλμωδίες και λιβανητά. Πήγαινα κ' εγώ πίσω, με τα δάκρυα στα μάτια. Η γιαγιά έφευγε για πάντα κ' έπαιρνε μαζή της το μυστικό. Το πήρε μαζή της κάτω από τα ψηλά κυπαρίσσια. Ποτέ μου δεν έμαθα το τέλος του παραμυθιού.

Την αγαπούσε την Πιπίνα του σαν τρελλός. Και του πουλιού το γάλα της έφερνε. Άρχισε η δουλειά από τα κεριακάτικα τα ζιαφέτια. Ο γέρο Θωμάς αγαπούσε τις ψαλμωδίες. Προσκαλούσε λοιπόν τον Παπά Νικηφόρο, κ' ύστερ' από το φαγεί τον έβαζε κ' έψαλλε. Και με το ψάλσιμο ο γέρος νύσταζε, και πλάγιαζε στο μιντέρι.

Όμως, ξαφνικά θε ν' αρπαχτούμε την ημέρα την εσχάτη κι' ίσαμε να κλείση ανθρώπου μάτι, άυλα τα κορμιά σας θα βρεθούνε· οι Πιστοί θα τυλιχτούνε μέσ' στα σύννεφα, και εις τους ουρανούς ωσάν τους ταξειδιάρικους τους γερανούς κοπάδι θε να τρέχωμε, για να προϋπαντήσωμε με ψαλμωδίες τον Κριτή. Σπρώξτε την απ' εδώ. . . Οι Στρατιώτες σπρώχνουν την Προφήτισσα και την βγάζουν από κει πούρθε.

Χαρά και φως έξω, παρηγοριά κ' ελπίδα μέσα στις απλοϊκές, εκείνες τις καρδιές που είχαν ακόμα σταλαματιά πίστη και βλέπανε στο νου τους τη φάτνη με το Ουράνιο το Βρέφος στην αγκαλιά της Χαριτωμένης του μάννας. — Να η Λενιώ, που δεν μπόρεσες να τηνε δης στο Σκολειό. Έρχουνται κατά το δικό μας το μέρος. Κοντά μας στέκουνται σήμερα. Ξεχνώ αμέσως τις ψαλμωδίες, και γυρίζω να δω τη Λενιώ.

Όχι, εγώ θα ζήσω στον κόσμο, στον κόσμο θα μεγαλώσω, κι από τον κόσμο απομέσα θα τους πλερώσω τους φίλους... Σκουλαρίκι να το κρεμάσουν. ... Έκλεισα τα μάτια μου κι αποκοιμήθηκα. Και στον ύπνο μου είδα παράξενο όνειρο. Βρέθηκα σ' εκκλησιά μέσα. Λαμπάδες, ψαλμωδίες, κόσμος. Κι ως τόσο μια καταχνιά, που όσο κι αν έφεγγε, δεν έβλεπα τίποτις μακριά. Σε ποιο μέρος της εκκλησιάς βρισκόμουνα δεν ήξερα.

Ο κόσμος χόρευε και έπαιζε μουσική, το ηλιοβασίλεμα έβαφε τριανταφυλλί το καμπαναριό, τις στέγες, τα δέντρα τριγύρω. Από την εκκλησία έβγαιναν ψαλμωδίες δοξολογίας που συνόδευαν τη χορευτική μουσική, και μια μοσχοβολιά από λιβάνι που μπερδευόταν με τις μυρωδιές των περιβολιών. Όσο όμως και αν έψαξαν, δεν βρήκαν τον ψεύτικο άρρωστο στην αυλή, ούτε στην εκκλησία ή στους δρόμους τριγύρω.

Ένα πράμα νοιώθαμε τότες, κι αυτό είταν η μουσική, ο θησαυρός μας αυτός ο καταφρονεμένος, ίσως επειδή δεν είναι φερμένος απ' έξω, μήτε ξεχωσμένος από τη γη, μόνο ζη και βασιλεύει με χίλια τραγούδια, μοιρολόγια και ψαλμωδίες. Αν είναι τα «ιδιόμελα» κατεβασμένα από χρόνους παλιούς, δεν πάει να πη πως είναι και πεθαμμένα.

Οι ψαλμωδιές και τα ξόρκια ενός Μάγου, τα μυστικά του βότανα και τανατριχιάρικά του μαμούνια, αρπάζανε και χαρίζανε ζωές, ανάβανε και σβύνανε πάθη, διώχτανε και φέρνανε δαιμόνους από την κόλαση, που ησυχία δεν έβρισκε άνθρωπος.

Μίαν ημέραν, που ευρισκόμουν μοναχός εις το σπήλαιον που εδούλευα, επήρα αμπτέστι και άρχισα να κάμω το προσκύνημά μου, και εις το αναμεταξύ που έλεγα κάποια λόγια από το Αλκοράνι, άκουσα να αντιβοήση ο αέρας από βοές χαρμόσυνες και από ψαλμωδίες εις δόξαν του Υψίστου.