Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Σιγά σιγά θα μας φέρνουν και τις χαρές μας από τον Παράδεισο, και τους πόνους μας από την Κόλαση, και σα δεν έχουμε πια τίποτις δικό μας, θα ψάλλουμε στον πλάγιο του τετάρτου, — το μόνον ήχο που ξέρουνε στην Ευρώπη, — «Ευοί Ευάν» με τους αγγέλους, και «Ιώ, ιώ» με τους δαιμόνους. Και τότες θα δοξαστούμε, και θα δη η «Εσπερία» τι μεγάλο έθνος γενήκαμε, και θα μας δώση την Πόλη.
— Ο Θεός, απ' ανασταίνει νεκρούς, σα θέλη, θα τη γιάνη. Και θα τη γιάνη, γιατ' είνε άκακη και καλόγνωμη. Η μητέρα μου με κύταξε άναυδη. Έπειτα μου είπε κιο θυμός έτρεμε στη φωνή της: Θωρώ τα όσα σούπα τάβαλες απού το 'ν' αυτί και τάβγαλες απού τάλλο. Αυτή 'νε, μωρέ μπουνταλά, η γιάκακη, απού 'χει όλους τσοι δαιμόνους μέσα τση; Άκουσ' είντα σου λέω κ' εγώ.
Πρέπει να ταξίδευαν κατά το χωριό, κ' έχασαν το δρόμο τους, και σαν τους έπιασε η βροχή μπήκανε στο καλύβι. Τέτοιους δαιμόνους δεν τους είχε ο τόπος μας. Οι δικοί μας, το πολύ μας έκλεβαν κανένα γίδι. Μανταλώνω την πόρτα, και γυρίζω και τους βλέπω με μια ματιά σα να τους λέω, δεν έχετε τώρα να φοβηθήτε. Αυτοί παίρνουν τότες καρδιά κι αρχίζουνε στα γερά το ξεφάντωμα. Τους έφερα και κρασί.
Το είπα, κι ως τόσο πάλι το ξαναλέγω: Παράδεισος, δαιμόνους γεμάτος αυτή η Πόλη! Κοπέλλα χαριτωμένη, με το μουντζουρωμένο το μέτωπο. Βλέπεις αυτό το πανώριο το Ταξίμι, κι ως τόσο την καρδιά σου την πλακώνει ένα βάρος, σα να πνίγεσαι μέσα στην καταχνιά. Φέρε, φέρε την εφημερίδα να διαβάσουμε, να ξεσκάσουμε. Παράξενο να μην μπορώ να τη διαβάσω ακούραστα.
Όνειρο γύρεψες, κι όνειρο σου φέρνω, εσένα που, αν τα πίστευε τα λόγια σου εκείνος που μ' έστειλε, θα σε γκρέμιζε ίσια στη Κόλαση, να ταγίζης δαιμόνους με τη χολή σου. Μην ταπλώνης τα χέρια σου. Να καθαριστούνε πρώτα αυτά τα χέρια με τάγιο μύρο του μαρτυρίου. Κοιτάζεις την όψη μου, κι ο νους σου λαφροπετάει στην καταφρονεμένη σου την αγάπη, που την έχεις ιερώτερη κι απόνα μαρτύριο.
Μ' αν εχόλιασε γι' αυτό εγώ τι φταίω; Ήμουν άπραγη σε τέτοια. Κι όχι εγώ μονάχα μα κι ο μακαρίτης που τάκουσε ανατρόμαξε· κ' οι δικοί μας που τόμαθαν έκαμαν το σταυρό τους. Κάψαμε λιβάνι, ανάψαμε κεριά, διαβάσαμε αγιασμό για να διώξουμε όχι κείνο μα τους δαιμόνους που κολάζουν τις άδολες ψυχές.
Αυτή η χτικιαρά σου λέει να μακούς; Ψώματα! Αυτή σου βάνει όλες τσι φτιλιές για να με βγάλης απού την αγάπη και την απακοή μου; Κιάνε σούπε τέτοιο πράμμα, ψώμα τώπε, για να σε φέρη ευκολώτερα στα νερά τση. Έτσα σέκαμε και να πιστεύγης πως έχει αγγελική ψυχή κιαυτή 'χει δέκα δαιμόνους μέσα τση.
Έπειτα ο Σαϊτονικολής, όστις δεν ηδυνήθη να μη γελάση όταν είδε την σύζυγόν του εγειρομένην επιπόνως, μορφάζουσαν και κρατούσαν έτι την λαβήν του θραυσθέντος δοχείου, επλησίασε προς την μεσόθυραν κεφώναξε προς τον Μανώλην: — Εδαιμονίστηκες, μωρέ; — Με τση δαιμόνους που κάθεσαι και του λες!... είπεν η σύζυγός του.
Οι ψαλμωδιές και τα ξόρκια ενός Μάγου, τα μυστικά του βότανα και τανατριχιάρικά του μαμούνια, αρπάζανε και χαρίζανε ζωές, ανάβανε και σβύνανε πάθη, διώχτανε και φέρνανε δαιμόνους από την κόλαση, που ησυχία δεν έβρισκε άνθρωπος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν