Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Έδεσε πάλιν τα πολύτιμα χαρτία του, και μετά τρεις μήνας επανέλαβε την απόπειραν. Κατώρθωσε κάτι περισσότερον αυτήν την φοράν, εσυλλάβισεν επιπόνως ολίγας λέξεις, αλλά να τ' αναγνώση, . . . αδύνατον. Η τρίτη απόπειρα έγεινε μετά έν έτος. Α! τώρα ετελείωσαν τα ψεύματα. Ο Γεώργης ανέγνωσε τα πολύτιμα έγγραφα, και τ' ανέγνωσεν όλα.
Εφάνη δε άνθρωπος ραιβοσκελής, δυσκόλως βαδίζων, σύρων επιπόνως τον αριστερόν πόδα παρά τον δεξιόν. Ο Θευδάς τον ανεγνώρισε. — Τρέκλα, φίλε μου, είπε, συ είσαι λοιπόν; — Εγώ, απήντησε πνευστιών ο έχων το όνομα Τρέκλας. — Πώς ευρέθης εδώ; — Μ' εστείλανε. — Ποιος; — Αυταίς η καλογρηαίς, είπε μυκτηρίζων ο Τρέκλας. Η φωνή του δε ήτο έρρινος. — Σένα βρέθηκαν να στείλουν; είπε μετ' οίκτου ο Θευδάς.
Αι πέντε κάλπαι συνδεδεμένοι όπως ήσαν διά χονδρού σύρματος, αλλόκοτοι, ατερπείς, πένθιμοι κατά το ήμισυ, λευκοί και μαύροι, ωμοίαζον με πέντε καταδίκους του κατέργου, το ήμισυ της κεφαλής ξυραφισμένους, δεσμίους με την αυτήν άλυσον, κόπτοντας επιπόνως, εκτελούντας την ημερησίαν υπηρεσίαν εις τον ναύσταθμον.
Πεζεύσαντες μετά τριήμερον πορείαν εις τους προπόδας του όρους, επί της κορυφής του οποίου ηνοίγετο το σπήλαιον, ήρξαντο οι Μοναχοί ν' αναβαίνωσιν επιπόνως την απότομον ανωφέρειαν ακολουθούμενοι υπό του όνου των, όστις νηστεύων και τρέχων από της προτεραίας έσειε μελαγχολικώς την κεφαλήν του, ως ει εβαρύνετο την αθλίαν του ζωήν.
Αλλ' αφού θητεύουσιν επιπόνως και δεν επαρκούν να τραφώσιν εκ του ιδρώτος των, αφού οι λεγόμενοι αντιπρόσωποί των δεν παύουν να ψηφίζωσιν ελαφρά τη καρδία φόρους και φόρους και πάλιν φόρους, ας τους θρέψωσιν επί μίαν ημέραν εκ του βαλλαντίου των. Ανέκαθεν τα αξιώματα ήσαν αγοραστά.
Ως πάντες γνωρίζουσι τα βουνά της Σύρου είνε γυμνότερα του Αδάμ, το χόρτον είνε τελείως άγνωστον και η βλάστησις περιορίζεται εις ψωριώσας τινός το φθινόπωρον φασκομηλέας και ηλιοκαείς κατά το θέρος ακάνθας. Εις απόστασιν ολίγων βημάτων προηγείτο ημών κατάξηρος κ' εκείνος ψωραλέος όνος, σύρων επιπόνως βαρέλαν ύδατος, τοποθετημένην επί είδους διτρόχου χειραμάξης υπό την οδηγίαν γραίας χωρικής.
Όλα αυτά τα γογγύσματα είνε τόσαι πικρίαι και τόσαι θλίψεις, με τας οποίας συνθλίβεται επιπόνως και φαρμακερώς διά τον κόσμον, το έλαιον, το γλυκύτατον έλαιον, το ευλογημένον έλαιον, των πτωχών το έλαιον, των αγίων το έλαιον! Αλλ' ο κυρ-Δημάκης είχεν άλλους φόβους καθ' όλον το μετά ταύτα διάστημα και άλλαι θλίψεις ετάρασσον το δεκατιστικόν πνεύμα του. — Μη έβγη άλλος και τον κτυπήση!
Έπειτα ο Σαϊτονικολής, όστις δεν ηδυνήθη να μη γελάση όταν είδε την σύζυγόν του εγειρομένην επιπόνως, μορφάζουσαν και κρατούσαν έτι την λαβήν του θραυσθέντος δοχείου, επλησίασε προς την μεσόθυραν κεφώναξε προς τον Μανώλην: — Εδαιμονίστηκες, μωρέ; — Με τση δαιμόνους που κάθεσαι και του λες!... είπεν η σύζυγός του.
Τούτο ήτο τόσον ασύνηθες, ώστε την έκαμε να υποπτεύση ότι κάτι έκτακτον είχε συμβή. Εσταμάτησε, αφήκε το κάρον να προχωρήση έν ή δύο βήματα και είδε την άφρακτον τρύπαν, εκ της οποίας απέσταζαν αι τελευταίαι ρανίδες του τόσον επιπόνως μετακομισθέντος υγρού. Τότε μόνον έστρεψε την κεφαλήν και μας είδε και είδομεν και ημείς το πρόσωπον της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν